Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Μα βόηθα, κι' έλα γλήγορα χύνε φωτιές και φλόγες.» Είπε, κι' ο Ήφαιστος φωτιά θεόσταλη ακοντίζει, 342 κι' ανάβει ο κάμπος, τα φυτά απ' άκρη ως άκρη πιάνουν. Καίγουνταν κύπερα φτελιές και βούρλα και τριφύλλια, 350 και καίγουνταν μυρχιές κι' ιτιές· κι' όλος ο κάμπος γύρω 351 345 ξεράθηκε, και σταματάει τ' αφροντυμένο κύμα.
Δίχως άλλο να φροντίζη, Και να πολυπραγμονάη, Στα ποντίκια του γυρίζει, Τον καθρέφτη απαρατάει· Πια μου, λέγει, χρεία εμένα, 345 Τέτια κι' άλλα να γυρεύω; Δίχως διάφορο κανένα Το μιαλό μου να πεδεύω; Ό,τι ο νους μου να νοήση, Σα μου λείπει κάθε τρόπος, 350 Δεν μπορεί να μ' ωφελήση, Και χαμένος είναι ο κόπος. Μ Υ θ Ο Σ Ε. Α η δ ώ ν ι και Γ ε ρ ά κ ι.
Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος, οπού 'ς τους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων• «Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. 345 και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος».
Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες 345 πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.
Από τα μολοχόφυλλα της άντζαις τους ποδαίνουν· 345 Και από πλατιά πεντάνευρα τ' αστήθια τους σκεπαίνουν· Τα καμπρολαχανόφυλλα γυροστρογγυλεμένα Για ασπίδες εχρησίμεψαν σ' εκείνων τον καθένα.
Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία 345 σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης.
Τότες της Ήρας απάντησε ο γιος του Κρόνου κι' είπε «Ήρα, πως θαν το δει θεός είτ' άντρας μη φοβάσαι· τι εγώ με τέτιο σύγνεφο θα σε σκεπάσω γύρω χρυσό, που διάμεσα κι' αφτός δε θα μας βλέπει ο Ήλιος πούναι το φως του για να δει πιο διαπεράτο απ' όλα.» 345 Είπε, κι' αρπάει το τέρι του στην αγκαλιά του ο Δίας.
Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. 345 και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον, 'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη.
Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας «Σκάσε, σκυλί, και σε γονιούς και φως μη με ξορκίζεις! 345 τι το κακό που μούκανες, αχας μπορούσα ο ίδιος έτσι να σ' τις σπαράξω ωμές και να σ' τις φάω τις σάρκες.
Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι• 345 'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη, και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη. Ραψωδία Θ
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν