United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια φορά κελαϊδούσαν κι' αυτά. Τώρα κελαϊδεί ταθάνατο κύμ' από πάνω τους. Άκου, άκου! Τι να μας λέη το κύμα εκεί κάτου, στην έρμη την ακρογιαλιά; Τραγουδάει το τραγούδι της θάλασσας, της λεύτερης θάλασσας. Γλυκοφιλάει τη γης με λαχτάρα που λες και ζητάει να της πη τη χαρά του.

Αφίνοντας λοιπόν την κρίση ερχούμαστε στη δήγηση, μ' έναν όμως κρυφό καημό που τα χρόνια εκείνα μας τα θόλωσε ο Ιουστινιανός όχι μονάχα με μερικά άσκοπα, κι άκριτα κατορθώματα, μα και με πιώτερη από τη χρειαζούμενη λατινικήας πούμε πάχνηπου λες και ζητάει να μας την ολοσκεπάση τη Ρωμιοσύνη.

Αλλά κι εκείνη, κακό χρόνο να’ χει, σωπαίνει. Ξέρει να κάνει τη δουλειά της, η συφοριασμένη. Κάνει τάχα πως πιστεύει ότι η Έστερ έχει πραγματικά υπογράψει τη συναλλαγματική του Τζατσίντο και λέει πως ζητάει μόνο ό, τι της ανήκει.

Κι' έλεγε αφτός, κι' όλοι οι θεοί προσεχτικά αγρικούσαν «Ακούστε με όλες οι θεές, κι' όλοι οι θεοί αγρικάτε,, 5 για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια· αφτόν κανείς το λόγο μου ας μη ζητάει ν' αλλάξει, μήτε θεός μήτε θεά, μόνε όλοι ναι να πείτε, για να τελειώνει αφτή η δουλιά που θέλω χέρι χέρι.

Η μόνη φιλολογία που έχουμε ως την ώρα, και που της αξίζει τόνομα, είναι φιλολογία ποιητική. Άρχισε τώρα κ' η σειρά της άλλης. Το Έθνος πεινάει, και γυρεύει τώρα φαεί. Ζητάει να διαβάση, και διαβάζοντας να γελάση, να κλάψη, να μετανοιώση, να θυμώση, ν' αγριέψη, να πολεμήση, αν είναι ανάγκη.

Σα σκύλος π' άγριου γουρουνιού ή ζαρκαδιού δαγκάνει καπούλια πίσω και μεριά, με πείσμα κυνηγώντας, και το μπερδέβει ενώ ζητάει τριγύρω να ξεφύγει· 340 έτσι ο λεβέντης Έχτορας τους κόλλησε, και πίσω έσφαζε πάντα το στερνό· κι' εκείνοι δρόμο πάντα, όπως μια μέρα γράφτηκε να φύγουν τα παιδιά τους.

Ο γίγαντας αυτός, που δεν μπόρεσαν να τον καταβάλουν η άρνηση του ύπνου, της αναπαύσεως, των βιβλίων, της τροφής και του κρασιού, λιπόθυμος σχεδόν από την αδυναμία ζητάει στη θάλασσα πρώτα, στην Νεάπολη έπειτα, στο Παρίσι τέλος νέα εποχή μύθων και δραμάτων. Αποτυχαίνει.

Και έμαθεν ότι εις την Αγίαν Μαρίναν άνοιξεν ένα εμπορικάκι που πωλεί φθηνά, πάμφθηνα, που δε ζητάει τα βερεσέδια ο εμποράκος, που δεν σημειόνει, που τον γελάνε τα παιδάκια και τα κοριτσάκια· που του κλέβουν τα κονδύλια και της πλάκαις και της κορδελίτσαις από μπροστά από τα μάτια του, και τόσα άλλα. Η Αρφανούλα τα είπεν αυτά εις τον αδελφόν της, χωρίς ν' αναφέρη τον Μπάρμπα-Σταυρήν.

Η Αλπού σε κάπια μέρη, Που μια ημέρα γύραις φέρει, Και θροφή ζητάει να βρη, Κει που τήραε λογυρά της Το Λιοντάρι απ' ομπροστά της Να διαβή άξαφνα θωρεί. Κι' αφορμής καμμιά φορά άλλη Δεν το ίδε· τόση ζάλη, Και τρομάρα δυνατή Την καρδιά της κυριεύει, Που νεκρή με μιας κοντεύει Καταγής να σωριαστή.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δίκαια δεν λες ούτε αρεστά στην πόλιν, μάντι, την πόλιν όπου σ’ έθρεψε καθώς αρνείσαι, από απορία που σου ζητάει να τήνε βγάλης. Μη, σ’ εξορκίζω στους θεούς, ω Τειρεσία, αρνείσαι που όλοι, ικέται σου, παρακαλούμε. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Είναι γιατί δεν ξέρετε° μα εγώ ποτέ μου δεν θενά πω το μάντευμα που μέλλει, Οιδίπου, να φανερώση τα φρικτότατά σου έργα.