United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αφού τον πάει και στ' αρχηγού τον μπάσει την καλύβα, 155 έννια του, δεν τον σφάζει πια μηδ' άλλους δε θ' αφίσει· τυφλός δεν είναι ή άμιαλος μήτ' άσεβος, ν' αγγίξει άντρα που χάρη του ζητάει γονατιστός μπροστά τουΕίπε, κι' η Ίριδα η θεά κινά, η γοργή μηνήτρα.

Ο Ριόλ σηκώνεται πάλι στα πόδια, αλλά ο Τριστάνος μ' ένα χτύπημα πειο δυνατό σχίζει την κάσκα, και το κεφάλι μένει ακάλυπτο. Ο Ριόλ ζητάει ψυχικό, παρακαλεί να του χαρίση τη ζωή, κι' ο Τριστάνος πέρνει το σπαθί του. Καιρός ήτανε, γιατί απ' όλες της μεριές οι βαρώνοι της Νάντης έτρεχαν να βοηθήσουν τον κύριό τους. Αλλά ο κύριός τους ήτανε πεια παραδομένος, αιχμάλωτος.

Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιουγια τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάνταΜα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο, ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Αλλοίμονον!

Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια, να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει. 345 Μόνε, Δυσσέα, μ' εσένα πια και τους λοιπούς αρχόντους ας δει να σώσει οχ της φωτιάς τις φλόγες τα καράβια.

ΑΜΛΕΤΟΣ Τέτοιοι γαμβροί σας πρέπουν. — Άρχισε, δολοφόνε · πανούκλα, παύσε να στραβόνης τα μούτρα, και άρχισε· έλα· κρώζει ο κόρακας κ' εκδίκησιν ζητάει.

Έτσι όλη μέρα τρώγανε ώστε να πέσει ο Ήλιος, και τάχανε όλα όσα ζητάει καλό 'να φαγοπότι, λαγούτο θες πεντάμορφο που το βαρούσε ο Φοίβος, θες Μούσες που τραγούδιζαν με χάρη αράδα αράδα.

την ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει Που σκύφτει τα νερά να πιη τα κρυσταλλένια Και ξάφνου σαϊτιάτην πλάτη το λαβώνει· Στρέφεται αυτό, κυττάει με πόνο την πληγή του. Πάσχει ν' απαλλαχτή, δεν δύνεται το μαύρο, Κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα Βοήθεια λες ζητάει. Ολόυρα από τον κάμπο Πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια αλλούθε Με ολόχρυσα σπαρτά, με θημωνιές, με αλώνια.

Καθώς η Βασίλισσα του έβγαζε την πανοπλία του, η φαρμακωμένη γλώσσα του δράκοντα έπεσε από την μπότα. Τότε η Βασίλισσα της Ιρλανδίας ξύπνησε τον πληγωμένο με κάποιο βότανο, και του είπε: «Ξένε, γνωρίζω ότι συ πραγματικώς σκότωσες το θεριό. Όμως, ο αυλάρχης μας, ένας άπιστος, ένας τιποτένιος, τούκοψε το κεφάλι, και ζητάει γι' αμοιβή την κόρη μου την Ιζόλδη την Ξανθή.

Φλόγαις, φωτιαίς, και λαύραις, Με αναστενασμούς, Μες την καρδιά του ανάφτει Δεινούς παραδαρμούς, Δάκρυα, κλαϋμούς, και πάθια, Βαριά του προξενάει, Και με μυρίους τρόπους Τον κατατυραννάει. Τον βλέπει στα δεσμά του, Τους πόνους τον θωρεί, Και να τους αβγατήση Το πως ζητάει ναυρή. Μ' αυτά τα άρματά του Και με πολλήν ορμή, Σημάδεψε κι' εμένα Να κάμη δοκιμή.

Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες 345 πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.