United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τη δουλειά του ; τον έκοψε ο Πέτρος τάχα φουρκισμένος. Τη δουλειά του κυττάει; Τι λες αφέντη! Δε ρίχνεις μια ματιά στο χτήμα του να ιδής; — Το ξέρω· κάνει ανασκαφές. — Ανασκαφές! κάνει ανασκαφές! Και το λες τόσο ήσυχα! Δε ρωτάς λοιπόν να μάθης γιατί τις κάνει τις ανασκαφές ; — Να ξεθάψη τα χτίρια των παππούδων του· τι μ' αυτό; — Και να θαμπώση τον κόσμο· επρόσθεσε βιαστικά ο χωριάτης.

ΓΑΡ.......Το πικάζω δα παιδί μου. σκούπισ' τα μάτγια σου και μη κλαις. ΚΑΝ.......Πώς θα σε διώ ψυχή μου. ο Αστρονόμος ποιος είναι; ΓΑΡ.....Αυτός που σε κυττάει; αυτός που γλέπει σα χαζός. ΚΑΝ.......Γιατί δε μας μιλάει. ΟΛΟΙ. Δεν ανοίγουνε τα παράθυρα. ΑΛΒ. Πω, πω, να φύγης ορέπρα θα σκάβεσαι ορέ ψύχα. ΑΝΑΤ. Σώπατώρα τ' αύγουμε όξου. Κανέλλα και ο Αστυνόμος.

τους πήρα από το τραγούδι του Ολύμπου: « Ο Έλυμπος κι’ ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλλόνουν » Ποιο ρίχνει τες πολλές βροχές, ποιο τα πολλά τα χιόνια. » Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχές, κι’ ο Έλυμπος τα χιόνια. » Τώνα παινιέται στα σπαθιά και τ’ άλλο στα ντουφέκια. » Ο Κίσσαβος έχει σπαθιά κι’ ο Έλυμπος ντουφέκια... » Γυρίζει ο κόντο-Κίσσαβος και λέει με περηφάνεια : — «Εμένα λένε Κίσσαβο, της Λάρισσας καμάρι, » Με χαίρεται όλη η Κονιαριά, με τ’ άσπρα τα σαρίκια, » Κι’ οι μπέηδες οι Λαρισσινοί με τα γοργά τους τ’ άτια. » Γυρίζει τότε ο Έλυμπος και λέγει του Κισσάβου : — «Τι λες αυτού, μπρε Κίσσαβε, κονιαροπατημένε, » Που σε πατούν οι Τούρκισσες, κι’ οι παλιο-Φατιμέδες, » Εγώ είμαι ο γέρω-Έλυμπος, ο κοσμοξακουσμένος, » Πώχω σαράντα-δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, » Κάθε κορφί και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτης, » Και στην ψηλή μου την κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, » Κουρνιάζει κι’ αντριεύεται αητός με δυο κεφάλια, » Που μες τα νύχια του κρατεί βασιλικό κεφάλι, » Και κάθε μέρα την αυγή, στο κρούξιμο του ήλιου, » Κυττάει την Αγιά-Σοφιά και χύνει μαύρα δάκρυα».

Καθένας με τα χέρια του στον κόρφο του χωμένα κυττάζει ολόγυρα να 'δή πούθε το χρήμα θάρθη και μήτε ταποτρίμματα στέργει να δώση σ' άλλους, και λέει: «καθένας μας εδώ κυττάει τον εαυτό του »κ' εγώ κυττάζω όσο μπορώ πειότερα ν' αποκτήσω· »πάντα φροντίζουν οι θεοί για τους τραγουδιστάδες. »Κ' έπειτα, ποιόν νακούσωμε; Ο Όμηρος φθάνει για όλους. »Για μένα πιο καλός, αυτός που χρήμα δε μου παίρνει

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Έχει, λέει, το κουνούπι το κωλάντερο στενό, κι' ο αγέρας ίσια πάει και με βιά στον πισινό• με το νάνε στενό μέρος στο βαθούλωμα κοντά, έρχεται με βιά ο αγέρας, και ο κώλος να! βροντά! Τότ' αυτός, όπου εχώθη και του κουνουπιου κυττάει τάντερο, θα ξέρη τρόπο πώς μπορεί και να γλιστράη, σαν τον κυνηγούν για δίκη. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Λίγη ώρα θάνε πάλι που κοψ' ένα σαμιαμύθι μιαν ιδέα του μεγάλη.

Η Ταρσίτσα ζύγωσε την καρέκλα της στον παπά. Της φάνηκε πως ήτανε πιο ήμερος τώρα, πως ερχότανε στο κολάι. — Σαν έμπη ο γαμπρός στο σπίτι, είπε, σαν τον πονέση η καρδιά του, όλα διορθώνονται. Δεν κυττάει πια τις χιλιάδες! Ο παπάς έμπηξε τα γέλια, χαϊδεύοντας στον ίδιο καιρό την Ταρσίτσα στις πλάτες. — Γελάς, παπά μου; — Αμ' τι να κάμω, ευλογημένη; Γελάω.

Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά.

Ο Χαγάνος τα γνώριζε και δεν έδινε πίστη στα λόγια του. Μα δεν το φανέρωνε. Του άρεσε να βλέπη να μακελλοκόβωνται μπροστά του κ' έδινε μάλιστα συντρομή στον αδύνατο για ν' αδυνατίζη ο ισχυρός. Ήξερε πως απ' αυτό κρεμότανε η δική του ζωή. — Καλά, είπε τώρα· καλά τα λόγια που λες μα δε δείχνουν το ίδιο και τα καμώματά σου. Ο Μορφόπουλος ησύχασε τώρα και κυττάει τη δουλειά του. Μα εσύ. ..

την ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει Που σκύφτει τα νερά να πιη τα κρυσταλλένια Και ξάφνου σαϊτιάτην πλάτη το λαβώνει· Στρέφεται αυτό, κυττάει με πόνο την πληγή του. Πάσχει ν' απαλλαχτή, δεν δύνεται το μαύρο, Κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα Βοήθεια λες ζητάει. Ολόυρα από τον κάμπο Πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια αλλούθε Με ολόχρυσα σπαρτά, με θημωνιές, με αλώνια.

Έτσι βέβαια, αμ' πώς; Σαν έμειναν μόνοι οι δυο γέροι άρχισαν να μιλούν και φωναχτά. — Σαν να πέρασε η ώρα! είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. — Ώρες κυττάς τώρα! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Δεν τις κυττάω εγώ. Τις κυττάει η γερόντισσα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο Καπετάν Βαγγέλης. Εσύ την πάντρεψες και ησύχασες. Ποιος σ' ερωτάει; Ο Μπαρμπα-Δημητρός το γύρισε στο μεράκι. — Τρομάρα μου. Ώμορφος κατάντησα.