United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα, Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι, Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες, Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου .

Νέος άνθρωπος, βλέπεις, χεροδύναμος, πολυκάτεχος, άτρομος, για τον κίνδυνο και τον αγώνα γεννημένος, πώς ημπορεί να κάθεται άδουλος, περιφρονημένος σαν το άκαρπο δεντρί. Και όχι μόνον οι συγγενείς αλλά και οι ξένοι έπασχαν για την κατάστασί του. Ο ναυτόκοσμος, βλέπεις, καταντά όλος μια οικογένεια.

Κ' ένας τρόμος μυστικός, μια λαχτάρα εβασάνιζε κάθε τόσο την ψυχή μου, μήπως προλάβη άλλος και αρπάξη τη δάφνη μου. Γυρεύεις τι γίνεται; Αλλά πάλιν ησύχαζα στην ιδέα πως άλλος αξιώτερός μου δεν ήταν δυνατόν να γεννηθή. Και ακόμη επίστεψα πώς το δεντρί εκείνο δεν εκαθόταν τόσους αιώνες εκεί στον ανήλιαστο θρόνο του παρά να γίνη μιαν ημέρα άθλο δικό μου και έπαινος.

Κοντά στο μεσημέρι φάνηκε κι ατός του ο Θεομίσητος φτωχόρρουχα ντυμένος· μα το κανίσκι του ήταν όλως διόλου αταίριαστο με τη φορεσιά του· ήταν ένα λάφι περήφανο με κέρατα χρυσά και με χρώματα αφύσικα. Ο Ζάρακας πειράχτηκε που είδε τέτοιο δώρο κ' ηθέλησε να τον κεντήση. — Μεγάλο δεντρί φυτεύεται σήμερα δίπλα σου, κουμπάρε· του είπε με κάκια.

Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου, απάνω στον θεόχτιστον πάγκο του με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του.

Μα είνε τα ξόμπλια του γερά, είνε οι δρόμοι του αλάθευτοι; Οι άνθρωποι που πέρασαν κ' οι άνθρωποι που θαρθούν είνε τάχα βέβαιο πως έτσι σκέφτηκαν, έδρασαν, έζησαν, κ' έτσι θα ζήσουν, θα δράσουν, θα σκεφτούν; Ποιος το ξέρει; Το ζηλευτό δεντρί που φύτρωσε αυτόβουλο στην παρθένα γη κι ωμόρφηνε τον κόσμο με τη δροσιά και τη χάρη του, θα ξαναφυτρώση με τη φροντίδα του κηπουρού; Οι σοφοί το πιστεύουν και για τούτο δουλεύουν ακούραστα.

Εκείνοι μια φορά έβαλαν τα στήθη τους γυμνά εμπρός στο κανόνι του Τούρκου, επήδησαν με το δαυλί στο χέρι μέσα στις μπαρουταποθήκες του· είδαν τον θάνατο κατάματα χίλιες φορές και δεν ετόλμησαν να ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν ημπορούσα να το χωνέψω. — Δε μου λες, πατέρα κάνω κάποτε του γέροντα μου· τι 'νε αυτό το γιούσουρι; — Ξύλο παιδί μου σαν και τ' άλλα· θαλασσόξυλο.

Θα ζητήσης τη ζωή όχι στα κόκκαλα των παπούδων σου παρά στα χέρια σου. Είσαι νέος δυνατός και θαυμαστός· είσαι... Τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι κ' οι ματιές της άστραψαν δυσκολοβάσταχτον πόθο. Το κυπαρισσένιο της κορμί ανάδευε απάνου του, σαν το διψασμένο δεντρί στης ζωής του τη βρύση. Είσαι ωραίος! πήγε να προσθέση· μα η παρθενική πορφύρα άναψε στα μάγουλα της και της τρόμαξε το αίσθημα.

Παιδί μου το βασιλόπουλο· παιδί μου και ο νόμος. Το βασιλόπουλο αδίκησε το νόμο· εκείνος θα χάση το βασιλόπουλο. Επήραν τον μονάκριβο βλαστό, στ’ άνθη τον έντυσαν και το άσπλαχνο λεπίδι του λαού έκοψε το βασιλικό δεντρί από τη ρίζα του. Τόρα καταμεσίς του Λιβόρνου οι αράπηδες στέκουν μαρμαρωμένοι, με τις αλυσίδες στο λαιμό βαριές, αιώνιο βάσανο της μαύρης ψυχής τους.

Ο Ποσειδώνας βέβαια έλειπε κάπου και τα στοιχειά ελεύθερα εβγήκαν εμπρός μου πίσω να πάρουν το λατρευτό δεντρί τους, ίσως στολίδι κ' ίσως αβρός σύντροφος στα παιγνίδια τους. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος. Τη δόξα του θνητού επρόβαινε ζηλότυπο να την φιλονεικήση το αθάνατο.