United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό τη μακριά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιον στόκοτην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα, Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι, Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες, Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου .

Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο Ευαγγέλιο· και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπεπροσκυνώ τη χάρι τηςσαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Μόνον εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης.

Το σκήπτρο το περίπλουμο που θα κρατάητα χέρια Θα νάνε μαγικό ραβδί που θα οδηγάη τον νου μας Που θα οδηγάει τα έργα μας, το κάθε πάτημά μας. Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει! Όλοι αγκαλιάζουν τον μικρό και την ορμήνεια ακούνε. Ποιος πέρασε απ' τα βουνά τ' Ασπροποτάμου απάνω Κ' εκεί δεν είδε τον αητότα βράχια θρονιασμένον; Στέκεται ορθός κατάκορφα, λες κ' είνε λιθοσώρι.

Δεν είδε παρά ένα δικέφαλον αητό με τα φτερά του ανοιχτά. Τα κεφάλια ζερβόδεξα με τη γλώσσα όξω και τα ράμφη γυριστά, έδειχναν θυμό κι αχορταγιά μεγάλη. Στα κεφάλια καθότανε κορώνα σταυροφόρα· κι άλλη κορώνα πιο μεγάλη τάσμιγε από πάνω. Τα νυχοπόδαρά του κρατούσανε το Σκήπτρο και μια σφαίρα με σταυρό. Και κάτω από τα πόδια του μια κορδέλλα ξεδιπλωμένη είχε απάνω της γράμματα παράξενα.

Και στείλε μου όρνιο, μηνητή γοργόπου πλήθια ο ίδιος 310 αγάπη τούχεις και νικάει στη δύναμη καθ' άλλοδεξύ, που με τα μάτια μου θωρώντας το να σύρω στον κάμπο με το θάρρος του και στο καραβοστάσιΕίπε, κι' ακούει τη δέηση ο βαθυγνώστης Δίας, και να! του στέλνει εφτύς αητό, το τυχερότατο όρνιο, 315 νυχοσπαράχτη κυνηγό που τόνε λεν κι' αγιούπα.

Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό την μακρυά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιο στόκοτην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι' αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.

Εκείνα πούχαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου. Ένα δικέφαλο αητό με τα φτερ' απλωμένα Κ' επανωθέ του το Σταυρό... — Θανάση... ναι ή όχι; — Όχι... δε δίνω σ' άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα Από τη γη μου τη γλυκειά, ούτ' από τα νερά μου Δε δίνω μια σταλαματιά. — Το κρίμα στο λαιμό σου... Οσμάν!... πώς ήρθες;... τι θα πης;

Αν ερωτήσης για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους στο σύρμα είνε ντυμένες. Κ' έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι έχουν το Άγιο Ευαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό την Παναγιά, που λάμπειπροσκυνώ τη χάρι τηςσαν αυγερινός.