United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευρισκόμενος μίαν ημέραν εις το κυνήγι ένας νέος βασιλεύς της Κίνας, ονομαζόμενος Ρουσκάδ, εσυναπάντησε μίαν έλαφον άσπρην με βούλες κίτρινες και μαύρες, η οποία είχεν εις τα ποδάρια της βραχιόλια χρυσά και επάνω εις τες πλάτες της σκέπασμα από ατλάζι κίτρινον, κεντημένον με χρυσάφι.

ΣΩΚΡ. Και ποιος από εμένα είνε καταλληλότερος να συναναστρέφεται ένα ωραίον νέον; Διότι δεν είμαι των σωμάτων εραστής αλλά των ωραίων ψυχών, θα τους ακούσης να λέγουν ότι και όταν συνέβη να κοιμηθούν μαζή μου υπό το αυτό σκέπασμα δεν έπαθαν τίποτε κακόν εκ μέρους μου .

Προσέτι δε, όπως η όψις είναι η αίσθησις αμφοτέρων, του ορατού και του αοράτου, ομοίως δε και αι λοιπαί αισθήσεις των οικείων εναντίων, ούτω και η αφή είναι η αίσθησις του απτού και του ανάπτου. Επραγματεύθημεν λοιπόν κεφαλαιωδώς περί εκάστης των αισθήσεων. * Του θερμού ή ψυχρού κλπ. Ούτως η σαρξ αποτελεί περί το αισθητήριον της αφής κυκλικόν σκέπασμα.

Το μέρος δε, το οποίον έμελλε να κατέχη το λοιπόν και θνητόν μέρος της ψυχής, διήρεσεν εις σχήματα στρογ- γύλα άμα και προμήκη και τα ωνόμασεν όλα μυελόν· και εκ τού- των ως εξ αγκυρών ρίπτων τους δεσμούς όλης της ψυχής πέριξ αυτού έπλασεν όλον το σώμα ημών, αφού πρώτον συνέπηξε δι' όλον τον μυελόν έν σκέπασμα οστέινον.

Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη. — Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια. Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα. — Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο. — Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί. Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση.

Το βράδυ οι άλλοι εικοσιτέσσαρες στρατιώται εκλείσθησαν εις το κουτί των, το δε παιδάκι και όλη η οικογένεια επλαγίασαν να κοιμηθούν. Τότε τα διάφορα παιγνίδια ήρχισαν να κάμνουν επισκέψεις μεταξύ των και να παίζονν και να διασκεδάζουν. Ήθελαν και οι κλεισμένοι στρατιώται να έβγουν από το κουτί των, και επροσπάθουν αλλά δεν ημπορούσαν ν' ανασηκώσουν το σκέπασμά του.

Οι μόνοι κλέπται οι άξιοι να θεωρηθούν ανεύθυνοι είνε οι κλέπτοντες ένα ψωμί διά να μη αποθάνωσι της πείνης, ή οι αρπάζοντες ένδυμα ή σκέπασμα διά να μη κοκκαλιάσουν από το ψύχος. Οι λοιποί είνε κλέπται, κλέπται κατά την κοινοτέραν της λέξεως σημασίαν, και τοσούτο μάλλον κλέπται όσο δεν έχουν απόλυτον ανάγκην του κλεπτομένου αντικειμένου.

Οι Ιουδαίοι θα εμάνθανον το μυστικόν του. Η επιμονή του να μην θέλη ν' ανοίξη το σκέπασμα έκαμε τον Βιτέλλιον ν' ανυπομονή. — «Σπάσετέ την»! ανέκραξεν εις τους ραβδούχους. Ο Μαναή είχεν μαντεύσει την σκέψιν των.

Τί λοιπόν εκοπάνιζεν η Λάμια επί τόσην ώραν και με τόσην λύσσαν; Ότε υπό απαίσιου κατεχομένη προαισθήματος απέσυρε με τρέμουσαν χείρα το σκέπασμα, απεκαλύφθη υπ' αυτό αντί του πτώματος γαλής, το ελεεινόν λείψανον γυναικείου πίλου, του πίλου της επιούσης, τον οποίον διά των ιδίων αυτής χειρών είχε μεταβάλη εις άμορφον πήτταν, βελούδου, χαρτονιού, ανθέων και πτερών.

Εσένα σε θέλω να με περιποιέσαι, γιατί είσαι καλή, της είπε. Κ' έκλεισε τα μάτια του κ' έμεινε ήσυχος με τον πάγο στο κεφάλι, που πονούσε πάντα, και με τα μικρά αδυνατισμένα χέρια απάνω στο σκέπασμα.