Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Έφεραν τότες ένα φουστάνι από μονοκόμματο άσπρο ατλάζι, που είχεν επάνω κεντημένα την άνοιξι με όλα της τα λουλούδια και τον ουρανό με όλα του τ' αστέρια. — Εγώ, είπεν ο μελισσουργός, έτρεχα όλην την νύκτα να σου εύρω αυτό το άσπρο τριαντάφυλλο να βάλης εις τα μαλλιά σου. — Και εγώ, είπεν η πυρραλίδα, εσύναξα σταλαγματιές δρόσο και σου έκαμα περιδέραιο, που λάμπει περισσότερο από τα διαμάντια.
Ωχρός σαν το λευκό ατλάζι του γιλέκου του ο μελαγχολικός βασιληάς παρατηρεί με ρεμβώδη επίβουλα μάτια τον παραπολύ φιλόνομο Strafford να προχωρή προς το μοιραίο του τέλος. Κι ο Ανδρέας ανατριχιάζει ακούοντας τα κουνούπια να βουΐζουν στον κήπο και προστάζει την ίδια του γυναίκα να κατέβη κάτω. — Μάλιστα, ο Browning ήταν μεγάλος. Και σαν τι θα τον θυμάται ο κόσμος; Σαν ποιητή; Ά! όχι σαν ποιητή!
Όθεν πίνοντας από αυτό, και γροικώντας την ευωδίαν των ανθέων, και τον δροσερόν αέρα που έπνεε, με έπιασεν ένας γλυκύς ύπνος, και αποκοιμήθηκα διά κάμποση ώρα και αφού εξύπνησα βλέπω ολόγυρά μου πέντε έξ ελαφίνες άσπρες, που είχαν επάνωθέν τους ένα σκέπασμα γαλάζιο από ατλάζι, και εις τα ποδάρια βραχιόλια από χρυσάφι.
Μια λάμψη πέρασε από τα ξεθωριασμένα μάτια της Βεργινίας σαν αντιφεγγιά από κάποια φλόγα που'καιγε άσωστη στα βάθη της ψυχής της. . . Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο μαυρειδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από ατλάζι γαλάζιο, με κίτρινη φόδρα, με τους πολλούς μπακλαβάδες και τις όμορφες στριφτορραφές ολόγυρα, που απ’ τη νύχτα του γάμου τους έμενε κλεισμένο μες το σεντούκι και μόνο-κάθε μεγάλη σχόλη στρωνόταν αποπάνω απ’ το κρεββάτι κι άπλωνε τη γλυκειά του λάμψη σα θάλασσα Κυριακάτικη. . . Αλήθεια σα θάλασσα γαλάζια και εκστατική έμοιαζε καθώς ήτονε φαρδύ και μακρύ και χυνόταν ίσαμε κάτω στα πάτωμα.
Εκεί λοιπόν κατέφευγε τακτικά κατ' απόγευμα ακριβώς μεταξύ του εφαπλώματος και του σκεπάσματος των ποδών, έχουσα ατλάζι υπό την κοιλίαν και πίπουλον επάνω εις την ράχιν. Η Λάμια μίαν μόνην πρώτην και τελευταίαν φοράν επέτυχε να την συλλάβη ανύποπτον και να την δείρη ανηλεώς.
Κάτω απ' τη μαύρη σκέπη κλαίει ανόχλητα τη χαμένη παρθενιά της η κόρη. — Σωστά· είπε ο Δημητράκης θλιμμένος. Άνοιξε το όλο να ζήσης. Όλο το κέντημα είνε για τον πόλεμό μας ; — Α μπα· εδώ είνε κεντημένη όλη η ιστορία της γενιάς σας. — Της γενιάς μας· ήθελες να πης. — Όπως θες. Και σύγκαιρα ξετύλιξε απάνου στο χορτάρι ένα κομμάτι ατλάζι πλατύ και μακρύ σα σεντόνι. Ήταν όλο γεμάτο από κεντήματα.
Ευρισκόμενος μίαν ημέραν εις το κυνήγι ένας νέος βασιλεύς της Κίνας, ονομαζόμενος Ρουσκάδ, εσυναπάντησε μίαν έλαφον άσπρην με βούλες κίτρινες και μαύρες, η οποία είχεν εις τα ποδάρια της βραχιόλια χρυσά και επάνω εις τες πλάτες της σκέπασμα από ατλάζι κίτρινον, κεντημένον με χρυσάφι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν