United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους επήγε λοιπόν πρώτα τα δώρα· για το Δάφνη σουραύλι τσοπάνικο, που είχεν εννιά καλάμια κολλημένα, τόνα με τάλλο, με χάλκωμα αντί με κερί· και για τη Χλόη βακχικό αλαφόπουλο· και το χρώμα του ήτανε σαν ζωγραφισμένο μ' άσπρες βούλες.

Ήταν εποχή, ώ άνδρες, που Βουλές δεν λειτουργούσαν, τον Αγύρριον εν τούτοις να τον βρίζουν δεν αργούσαν τώρα πούχουμε Βουλή, επαινούν αυτόν που δίδει τον παρά τον πειό πολύ• κι' όποιος μερδικό δεν παίρνει, κρίνει άξιον θανάτου όποιον βουλευτάς πληρώνει να κερδίζη τη δουλειά του. Α’ ΓΥΝΗ 'Στην Αφροδίτη! μίλησες με φρόνησι μεγάλη.

Μα κι' ο Μενέλας έτρεμε το ίδιογιατί ο ύπνος 25 και τα δικά του βλέφαρα δεν τάγγιζεμην πάθουν οι Δαναοί, που χάρη του πολύ γιαλό περνώντας ήρθαν στην Τρία, πρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν. Πρώτα στην πλάτη τη φαρδιά παρδαλακιό με βούλες ρήχνει, και στο κεφάλι του σηκώνει το χαλκένιο 30 γερό του κράνος και φοράει, και παίρνει το κοντάρι στη σταλωμένη χέρα του.

Αλήθεια, αν παραστέκονταν του Δία η κόρη, η αγία Δίκη, στα έργα του και τις βουλές του, ίσως να γένουνταν κι αυτό° μα ούτε σα βγήκε απ’ τα σκοτάδια της μητρός του, ούτε στα χρόνια τα παιδικά του, ούτε στην πρώτη ακόμη νιότη, κι ουδέ σαν άδρυναν οι τρίχες του γενειού του, η Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξη, κι ουδέ λοιπόν στο ρήμαγμα της πατρικής του της γης, θαρρώ, πως δίπλα του να στέκη τώρα.

Το ξέχασαν το ιερό το χρέος που οι προγόνοι τους δίδαξαν, και σα να ξημέρωσε η μέρα που τόσοι αιώνες ολοσκότεινοι λαχταρούσαν, άρχισαν κ' έστηναν παλάτια μαρμάρινα, θέατρα και Πανεπιστήμια και Βουλές, σα να μην αναστέναζαν ακόμα μέσα στης σκλαβιάς την ταπείνωση χιλιάδες αμέτρητες!

Τότε αυτός ο άρπαγος εσύμμασεν όλους τους συντρόφους, και εν τω άμα εμίσευσαν, και εμένα με άφησαν εις το δένδρον δεμένον, με ελπίδα ότι εις τον γυρισμόν τους να μη με εύρουν ζωντανόν. Εις αυτό το διαμέσον ο ουρανός ο οποίος ματαιώνει όλες τες βουλές των ανθρώπων, δεν απαράτησε που έτσι ογλίγωρα να χαθώ.

Ευρισκόμενος μίαν ημέραν εις το κυνήγι ένας νέος βασιλεύς της Κίνας, ονομαζόμενος Ρουσκάδ, εσυναπάντησε μίαν έλαφον άσπρην με βούλες κίτρινες και μαύρες, η οποία είχεν εις τα ποδάρια της βραχιόλια χρυσά και επάνω εις τες πλάτες της σκέπασμα από ατλάζι κίτρινον, κεντημένον με χρυσάφι.

Κι' η Ήρα τον είδε κι' ένιωσε βουλές πως σκάρωσε μαζί του η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου, κι' εφτύς με λόγια αγγιχτικά να του μιλάει αρχίζει «Με πιόν, μαργιόλε, απ' τους θεούς είχες κουβέντες πάλι; 540 Πάντα αγαπάς, σα βρίσκουμαι μακριά, ν' αποφασίζεις κρυφά από μένα, και ποτές δε βάσταξε η ψυχή σου νάρθεις μονάχος να μου πεις μια λέξη απ' τις δουλιές σου