United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γιαννιός το ίδιο. Σαν τον έβλεπε και κατέβαινε, άρχιζε τα χωρατά. — Ακόμα εδώ είσαι, Μοναχάκη; Παρακάθησες. Πότε θα σαλπάρης; — Δε μας σηκώνει η στερηά, Γερο-Μελιγκόνη. Όσο βαστάμε θα ταξιδεύωμε. Ο Γιαννιός τον πείραζε πάλιΓέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και δεν το κατάλαβες. Με τα μπλάστρια του Καπετάν-Πεφάνη πολεμάς να βασταχτής.

Ο Κουλούφ ακούοντάς ταύτην την φωνήν, σηκώνει τους οφθαλμούς του και γνωρίζει εις τον Βασιλέα τον ίδιον Οφφικιάλιον, που είχεν υπάγει διά να τον ιδή εις το σπήτι του, και που με το να τον ενόμιζεν αληθώς πως ήτον Οφφικιάλος του Ουσβέκ Χαν, του είχε διηγηθή τα μυστήριά του· και τότε γνωρίζοντας ότι ο Οφφικιάλος ήτον αυτός ο Βασιλεύς ο ίδιος, έπεσε με το κεφάλι εις την γην όλος έντρομος.

Να, ένα δυνατό παιδί, Μηνά. ΜΗΝΑΣ. Διατί; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δεν βλέπεις ότι σηκώνει το τρίτον του κόσμου; ΜΗΝΑΣ. Τότε το τρίτον του κόσμου είναι μεθυσμένο. Είθε να ήτο και το όλον· θα ετρέχαμεν με κλειστά μάτια! ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πίνε λοιπόν και συ, διά να αυξήση η ευθυμία. ΜΗΝΑΣ. Εμπρός. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν εφθάσαμεν ακόμη εις τα Αλεξανδρινά συμπόσια.

Όλοι οι θεοί που βρίσκουνται στον ουρανό σ' ακούνε, κι' όλοι είμαστε αποταχτικοί· μονάχα αφτή δε θέλεις να περιορίσεις μια σταλιά, μον έτσι την αφίνεις, 880 τι είναι δικό σου γέννημα το διαστρεμένο πλάσμα! Να τώρα του Τυδιά το γιο, τον άπιαστο Διομήδη, τον έχει χέρι σε θεούς βαλμένα να σηκώνει. Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, όμως κατόπι σα στειχιό μου ρήχτηκε κι' εμένα.

Εζήτησες τους όρκους μου να τους καταπατήσω, πράγμα που δεν το έκαμα ποτέ εις την ζωήν μου, κ' ετόλμησες μ' αυθάδειαν μεγάλην ν' αψηφήσης, επίβουλε, το κράτος μου και την απόφασίν μου! Κι' η φύσις μου κ' η θέσις μου αυτό δεν το σηκώνει.

«Αυτός σηκώνει τα μυαλά και κάνει και την κόρη, »την κόρη την ανήξερη, να φεύγη από το σπίτι, »και κάνει και τη νιόνυφη ν' αφήνη, ν' απαρνιέται

Μα εκεί που γύριζε, να! ο γιος του Τελαμώνα ο Αίας μια πέτραπου πολλές εκεί των καραβιών στηρίδια 410 μπροστά είταν σκόρπιες στων αντρών τα πόδιαμιά από δάφτες σηκώνει, κι' έτσι πρόσλαιμα απάνου απ' την ασπίδα τόνε βαράει, στα στήθια ομπρός, μια πέτρα που σα σφαίρα του πέταξε ίσα απάνου του στριφογυρίζοντάς την.

Πηγαίνει λοιπό στους «Τραμπούκους» του καιρού εκείνου, τους αρχηγούς του Ιπποδρομίου, συναγροικιέται μαζί τους, κάμνει δικό της και τον Ίλλο, άλλον Ίσαυρο του παλατιού, άνθρωπο άξιο και δραστήριο, και στα 475 σηκώνει μεγάλη στάση.

Τον πρόσταξε να καθίση κοντά της, όπως ήτανε, και να φιλάη φιλιά όπως κι όσα συνήθιζε κ' ενώ θα την εφιλούσε να την αγκαλιάζη μαζί και να πλαγιάζη χάμου· κι άμα εκάθησε και την εφίλησε κ' επλάγιασε κ' είδε πως ημπορούσε να κάνη κ' ήτανε γαυριασμένος τόνε σηκώνει από το πλάι της κι αφού ξαπλώθηκε από κάτω του, τον έφερε στο δρόμο που εζητούσεν ως τότε· κ' ύστερα δεν έκανε τίποτα ασυνήθιστο, επειδή η φύση η ίδια τον εμάθαινε τ' αποδέλοιπα πούπρεπε να κάνη.

Προβάλλει στο μπαλκόνι χλωμή, μαυροντυμένη με μαύρα μαλλιά που λες και παίρνουν κάποιες γαλαζόχρυσες ανταύγειες από τον ουρανό. Κοιτάζει κάτω προς το κάστρο, έπειτα σηκώνει ξαφνικά τα βαριά βλέφαρα και τινάζεται ολόκληρη κουνώντας τα χέρια. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει.