Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Έτσι όλα μολογήστε τα καθώς τα παραγγέλνω, ορθάνοιχτα, που πια κανείς το φέρσιμό του Αργίτης 370 να μη σηκώνει, αν κι' άλλους σας σκοπό 'χει να γελάσει, σαν που ψυχή δε ντρέπεται ... μα εμένα όσο κι' αν είναι ξαδιάντροπος, θα δείλιαζε και να με δει στα μάτια.

Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο 80 σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα «Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα, κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο, θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος, 85 τι αν σε σκοτώσει, ω γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα, μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι

Με μαράζωσε η στερηά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω, Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε. — Εγώ θα του δώσω, κι' ό,τι βρέξη ας κατεβάση, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλληκάρι, σαν τον καπετάνιο της.

Έτσι είπε, και τα λάφυρα σηκώνει και τα θέτει 465 πας σε μυρχιά, κι' αλάθεφτο τους έβαλε σημάδι, σμίγοντας τα μυρχόκλαδα με σύχλωρα καλάμια, μήπως γυρνώντας δεν τα δουν μες στο βαθύ σκοτάδι.

Δεν τα χόνευε όμως αυτά ο Βεσπασιανός, και σαν τους ξόρισε όλους από τη Ρώμη, έκαμε πράξη που καθώς, είπαμε δε σηκώνει και πολύ ψεγάδιασμα. 6 Ηρώδης. Καλλιτεχνήματα. Γλώσσα Διαβήκαμε ως την ώρα περίοδο διακόσων πενήντα χρόνων και κάτι παραπάνω.

Ως τόσον ο θάνατος που δεν υποφέρει κανένα να είναι εις τον κόσμον ευτυχισμένος, έρχεται αιφνιδίως και σηκώνει τον γέροντα πραγματευτήν.

Μου αρέσει εκεί να μένω ορθός και να θωρώ στο φως πλημμυρισμένο τον κάμπο το χλωρό. Τον ήλιο πώς σηκώνει σε αχνό την καταχνιά, τα δάση πώς χρυσώνει και φέγγει στα νερά. Πώς τα πουλιά λαλούνε φαιδρά, πώς καθετί, πώς όλα όσα πετούνε ή δένονται στη γη, φύλλα, φτερούγια, στήθια ανοίγουνε πλατιά για να χαρούνε πλήθια την πρωινή χαρά.

Αλλ' η Φωτεινή έτρωγε με πολλήν όρεξιν· έξαφνα ακούει γύρω της κάτι λεπταίς και παραπονετικαίς φωναίς. Πουλάκια είνε! λέγει. Σηκώνει τα 'μάτια της και βλέπει επάνω εις το δένδρον μίαν μισοκρημνισμένην φωληάν. Αχ! ο άνεμος ο δυνατός, που έσπασε του πατέρα μου την βάρκα, θα γκρέμισε και αυτή τη φωλίτσα!.. Αφίνει τότε το ψωμί της και ζητεί τα πουλάκια.

Ανάβρισε το γέλοιο τρανταχτό, βαρύ, σαρκαστικό από τα φτωχά στήθη του. Και είδεν ο Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν' απλώνη απάνω του, να τον σηκώνει πούπουλο στον ώμο. Αισθάνθηκε παλμόν· είδε τ' αστέρια κινούμενα επάνω του σαν γοργοκάραβα με τα πανιά γεμάτα. Πού πάνε τ' αστροκάραβα με τα πανιά γεμάτα; Στο κούρσο πάνε. Στο κούρσο και το αίμα τρέχει και αυτός.

Μάβρος δεν είναι. Είναι λόρδος και δεν το σηκώνει η αφεντιά του να δώση η μιλέντη σε κανένα μορφονιό μαντίλι δικό του. Αχ! εκείνο το μαντίλι! Να μην είταν το μαντίλι, δε θα είταν κ' η ζούλια. Τα φέρνει όλα ένα περιστατικό που μπορούσε και να μην υπάρξη· δεν τα φέρνει το πάθος μονάχο.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν