Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Ο θαυμάσιος όμως Όμηρος με δύο στίχους μεταφέρει και αλληλεπιθέτει τα βουνά και εις μίαν στιγμήν μας κάνει κλίμακα διά τον ουρανόν. Αλλ' απορώ πώς νομίζεις αυτά απίστευτα, αφού γνωρίζεις τον Άτλαντα, ο οποίος σηκώνει τον κόσμον με όλους ημάς εις τους ώμους του και είνε ένας μόνον.
Και τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Άφοβα πες και θαρρετά τι προφητιά κατέχεις. 85 Τι να! μα το μυριάκριβο του Δία γιο, που, Κάρχα, περικαλιέσαι εσύ και λες της μοίρας τα γραμμένα, άντρας κανείς, εγώ όσο ζω κι' έχω ανοιχτά τα μάτια, στο τάζω, χέρι φονικό δε σου σηκώνει εσένα εδώ στον κάμπο, ουδέ κι' αφτόν αν πεις τον Αγαμέμνο 90 που απ' όλους πρώτος βασιλιάς παινιέται εδώ πως είναι.»
Την ερχομένην αυγήν επήγεν ο γεωργός διά να πάρη το βόιδι να το ζεύξη εις το χωράφι, και το ευρίσκει εξαπλωμένον οπού ελαχομανούσε, και τα άχυρα σχεδόν άγγιχτα εις το παχνί· το σηκώνει, και πάσχει διά να το ζεύξη εις το αμάξι, και δεν ήτον τρόπος· εναντιώνεται το βόιδι, μουγκρίζει, κτυπά τα ποδάρια εις την γην, και χύνεται με τα κέρατα να κτυπήση τον γεωργόν.
Η Γκριζέντα έτρεξε εκείνη να φωνάξει τον υπηρέτη, τρίφτηκε επάνω του σαν γατάκι και του έδωσε να φιλήσει το μωρό. «Πόσο χαρούμενη είμαι, μπαρμπα Έφις! Απόψε θα ξαναχορέψουμε! Κοιτάξτε όμως το μικρό σας αφεντικό. Λες και κάνει κόρτε στην Καλίνα!» Ο Έφις την κοίταζε τρυφερά. Είδε τον Τζατσίντο να σηκώνει τα μάτια γεμάτα έρωτα και επιθυμία και μέσα από την καρδιά του ευλόγησε τους δυο νέους.
Είπε και βάρβαρη δουλιά τού μπήκε ναν του κάνει. 395 Τα νέβρα πίσω των ποδιών τρυπώντας του απ' τη φτέρνα ως τον αστράγαλο, περνάει λουριά βοϊδοκομένα, και δένοντάς τον στο κουτί αφίνει το κεφάλι χάμου να σέρνεται· έπειτα σηκώνει και στ' αμάξι βάζει την πλούμια αρματωσά, κι' εφτύς σα μπήκε ο ίδιος χτυπάει να τρέξουν, κι' έφεβγαν με προθυμιά τα ζώα. 400 Κι' ανέβαινε — ενώ σέρνουνταν — ο κουρνιαχτός, μαδούσε η μάβρη κόμη, βούλιαζε στα βούρκα το κεφάλι, κεφάλι πριν τόσο όμορφο, μα τόθελε έτσι ο Δίας ναν το ρημάξουν τότε οχτροί στην ίδια του πατρίδα.
Ξαφνικά, στο φως του φεγγαριού, βλέπει τη σκιά του Βασιληά στην πηγή. Γνωστική όπως όλες η γυναίκες, ούτε σηκώνει τα μάτια κατά το φύλλωμα του δέντρου. «Θεέ και κύριε μου! λέει χαμηλόφωνα, κάνετε μοναχά ώστε να μιλήσω εγώ πρώτη!» Πλησιάζει ακόμη.
Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά, κοντά μου ! Κάτω ας πέση ό τι σηκώνει γαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστά!» Και με ματιά άγρια, άγια πυρωμένη ώρμησε· ακολουθήσαν λιγοστοί, περσότερα παιδιά· το πλήθος μένει βουβό, μαρμαρωμένο τον θωρεί.
Ο Μίμης δεν ήρθε- -Η Λιόλια πήγαινε πιο πίσω με τη θεια Ελέγκω, που τα γέρικα της μάτια είχανε γίνει σαν κόκκινες σταφίδες απ’ τα κλάματα για τη Βεργινίτσα της που την είχε σαν παιδί της. Δε σηκώνει το χέρι της να βοηθήση σε τίποτα.
Του λέγει το Τελώνιον, δεν είναι πρόφασις αυτή και τον αρπάζει από το χέρι, τον ρίχνει εις την γην και σηκώνει το σπαθί να τον αποκεφαλίση.
Ό Άγιος Δημήτριος με το πρόσωπο φωτισμένο από τη χαρά της Νίκης, σηκώνει το δεξί του χέρι με τα τρία δάχτυλα ενωμένα και κάνει στον αέρα, προς το μέρος όπου εβγήκε ο φίλος του, ένα πελώριο σχήμα σταυρού. Έπειτα γυρίζει στη γωνιά του, στεκόμενος κάποτε ν' αφιγκραστη, γιατί φοβάται μη ο φίλος του δειλιάση και γυρίση. Άγιος Δημήτριος — Ερμογένης
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν