United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αδύνατο να γίνη διαφορετικά. Ο συγγραφέας δεν είχε πρόχειρο άλλο αντίτυπο. Έφερε η μαμά το δικό της κι αφού σβήστηκε καλά τόνομά της, ο μπαμπάς έγραψε στο βιβλίο: &Του μικρού Νέννε — ο μπαμπάς.& Και τότε ησύχασε ο Σβεν. Δηλαδή φάνηκε πως ησύχασε. Γιατί δε ζήτησε περσότερα. Γύριζε μόνο ολόγυρα και διάβαζε στο βιβλίο.

Μας φαινότανε πως ενώ εμείς δε γνωρίζαμε τίποτε, πως ενώ ζούσαμε τη ζωή μας και φανταζόμαστε πως είμαστε ευτυχισμένοι, εδώ έξω στο νησάκι καιγότανε και χανόταν κάτι από κείνον το θησαυρό της ζωής, που είχαμε μαζέψει και τονέ νομίζαμε καλά φυλαγμένον. Η Έλσα είχε το συναίστημα πως σ' αυτήν την πυρκαϊά έχασε κείνη περσότερα από τους δυο γέρους.

Ναι, μα είναι αλήθεια πως περάσανε περσότερα από δέκα χρόνια; Είναι αλήθεια πως γεράσαμε τόσο; — Σε λυπεί αυτό; απάντησα και χαμογέλασα. Ακκούμπησε απάνω μου και πήρε το χέρι μου. — Είτανε μια εποχή, που είχα τόσο φόβο από τα γερατιά, είπε. Και τον έχω ακόμα. Μα δε νοιώθω γιατί λένε πως στα νιάτα του αγαπά κανείς περσότερο και πως είναι πιο ευτυχισμένος. Εκείνοι που το λένε δε θαγαπήσανε ποτέ.

Και μοναχό, ολομόναχο κρεμότανε σε μια προεξοχή του τοίχου το αντίγραφο της εικόνας του Σπάγγεμπεργ, που παράσταινε το θάνατο κ' έκανε τόσο στοχαστικό το μικρό Σβεν, της εικόνας, που την ιστορία της του διηγήθηκε η μαμά πολύ πρωτύτερα από την ημέρα, που έμαθε γι' αυτή ο ίδιος περσότερα παρόσα μπορούσανε να του διηγηθούν οι μεγάλοι. Έπειτα βρισκόταν εκεί κατιτίς άλλο ακόμα.

Η γυναίκα μου κάθησε σήμερα στο πιάνο. Δε θέλει βέβαια να τραγουδήση ακόμα, ωστόσο άκουσα μουσική στο σπίτι μου κ' οι αλλοτινές μελωδίες δώσανε στο πνεύμα μας μια νέα φωτεινότερη διάθεση. Γενικά τον τελευταίον καιρό την κυρίεψε κάτι νέο, κάτι που τάζει περσότερα από το πρωτητερινό. Ξύπνησε στη ζωή και φέρνεται μαζί μας, όπως μια φορά.

Είτανε κιόλα πολύ δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο είχε να πη περσότερα στον άλλον. Κι όταν, αφού τους κοίταζα αρκετά, μου ερχότανε η επιθυμία και πήγαινα μαζί τους, ο Σβεν γινότανε ζηλιάρης και σούφρωνε το μικρό κόκκινο στοματάκι τόσο που η μαμά έπρεπε να τον μαλλώνη για τον τρόπο του και να του λέη πόσο καλός είναι ο μπαμπάς. Αυτό δεν το αναγνώριζε μ' ευχαρίστηση ο Σβεν.

Συχνά, πολύ συχνά μου φαινότανε σα να μιλούσε κάποιος άλλος με το στόμα μου, χωρίς να μπορώ να τα εμποδίσω. Έπρεπε όλο να μου δίνης εσύ και γω να παίρνω μόνο. Μα τώρα θαλλάξη το πράμα. Φτάνει μόνο να γίνω καλά. Την ησύχασα και την παρακάλεσα να μη μιλά πολύ. Είμουνα παραπολύ ευτυχισμένος και δεν μπορούσα να πω περσότερα. — Ναι, ναι, είπε. Σώπαινα σε σένα και μιλούσα σ' άλλους.

Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά, κοντά μου ! Κάτω ας πέση ό τι σηκώνει γαύρο κεφάλι ενάντια μας! ΜπροστάΚαι με ματιά άγρια, άγια πυρωμένη ώρμησε· ακολουθήσαν λιγοστοί, περσότερα παιδιά· το πλήθος μένει βουβό, μαρμαρωμένο τον θωρεί.

Περσότερα δε θυμόμουνα, παρά μόνο μια τραχηλιά από μαύρη γούνα, ένα ζευγάρι μαύρα μακριά γάντια και το σφίξιμο ενός χεριού, που έδινε την ξαφνική και δυνατή εντύπωση ενός κάτι άγρυπνου, αληθινού και γεμάτου ειλικρίνεια. Από το εξωτερικό της δε μου έμεινε στο νου άλλο τίποτε, τόσο που έπειτ' από λίγες μέρες πέρασα κοντά της χωρίς να τη γνωρίσω.

Και σα θες να μάθης και περσότερα, οι κακές γλώσσες λένε πως απαντηθήκανε κρυφά πολλές φορές μες στις κουμαριές και πως και λόγο έδωκε μαθές της παπαδιάς για να την πάρη». Έκανα και πάλι το σταυρό μου. «Με γεια του, με χαρά του, λέω. Μα ποιος τον κυνηγούσε και τόσο βιάστηκε; Με το καλό θα γυρίζαμε μια μέρα». «Λογαριάζεις, μου λέει, ο λοστρόμος, καλή του ώρα!