United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διερχόμενος διά μέσου της Αρικίας, ήτις έκειτο εις το μέσον της εις Ρώμην αγούσης οδού, συνήντησε πλήθος δούλων, οίτινες μετέβαινον εις το Άντιον, κομίζοντες ειδήσεις και τους ηρώτησε: — Ποίον μέρος της πόλεως καίεται; — Η πυρκαϊά, αυθέντα, ήρχισε μεταξύ των οικίσκων, πλησίον του μεγάλου Κίρκου. — Και η Τρανστιβέρη;

Μας φαινότανε πως ενώ εμείς δε γνωρίζαμε τίποτε, πως ενώ ζούσαμε τη ζωή μας και φανταζόμαστε πως είμαστε ευτυχισμένοι, εδώ έξω στο νησάκι καιγότανε και χανόταν κάτι από κείνον το θησαυρό της ζωής, που είχαμε μαζέψει και τονέ νομίζαμε καλά φυλαγμένον. Η Έλσα είχε το συναίστημα πως σ' αυτήν την πυρκαϊά έχασε κείνη περσότερα από τους δυο γέρους.

Ας αφήσωμεν τα όπλα· ας συνάψωμεν πάλιν τους δεσμούς της φιλίας τους ενούντας τα δύο κράτη. Εάν θέλης, εύκολον είναι να σβεσθή η πυρκαϊά αυτή πριν ή εκταθή καθ' όλην την Περσίαν». Αλλά και πάλιν ο τύραννος δεν ενέδωκε. Προς μεγίστην θλίψιν και αγανάκτησιν των οικείων του ο Χοσρόης μη δεχόμενος την ειρήνην υπέγραφε την καταδίκην του.

Η πυρκαϊά δε αυτή ήτο μεγίστη, και ολίγον έλειψεν οι Πλαταιείς να καταστραφούν υπό του πυρός, αφού διέφυγον τους άλλους κινδύνους· διότι εντός της πόλεως ήτο αδύνατον να πλησιάση κανείς εις πολλά μέρη, εάν δε ήθελε πνεύσει ο άνεμος προς την διεύθυνσιν της πόλεως, το οποίον και ήλπιζαν οι ενάντιοι, οι Πλαταιείς δεν θα εσώζοντο.

Αι όχθαι του Τιβέρεως ήσαν πλήρεις ανθρώπων πνιγμένων, τους οποίους κανείς δεν έθαπτε και οίτινες επλήρουν τον αέρα λοιμωδών αναθυμιάσεων. Περί την έκτην ημέραν η πυρκαϊά φθάσασα εις ανοικτούς τόπους εξησθένισε. Πολλοί πλανώμενοι με θλιμμένην την όψιν παρεμέριζον περίλυποι τα καπνίζοντα ερείπια, αναζητούντες εντός αυτών αντικείμενα προσφιλή ή τα οστά αγαπητών υπάρξεων.

Ο καντηλανάφτης με πήγε σ' ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ' ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».

Η πυρκαϊά αυτή, την οποίαν περιγράφεις, δεν φλέγει αρκετά, το πυρ σου δεν καίει μετά σφοδρότητος. Μη ακούης τας κολακείας του Λουκιανού. Διά τοιούτους στίχους θα ανεγνώριζα εις αυτόν πνεύμα, όχι εις σε, διότι συ είσαι μεγαλείτερος από αυτούς. Δικαιούται κανείς να απαιτή περισσότερα από Σε, όστις έλαβες το παν από τους θεούς. Αλλά υπείκεις εις την οκνηρίαν.

Πήγα στο Κεχριέ τζαμί, άλλοτε εκκλησία, που στον πρόναο έχουν αφήσει οι Τούρκοι τα μωσαϊκά. Έχουν ανοιχτά χρώματα, πολλή ζωή και όχι πολύ σωστήν ανατομία. Τα άλλα ψηφιδωτά της εκκλησίας τα χάλασαν οι Τούρκοι, αλλά ο χότζας λέγει πως τα χάλασε η πυρκαϊά.

Η γυναίκα διηγότανε κι ο άντρας βεβαίωνε ξαναλέγοντας τα λόγια της. Και το κακό είχε ρθει τόσο δόλια και ξαφνικά, ώστε να μην μπορέση να του αντισταθή κανείς ούτε να μπορέση να δώση κανείς βοήθεια. Η πυρκαϊά έπιασε μιαν ανοιξιάτικη μέρα το Μάρτη, μια μέρα που φυσούσε ο βοριάς ψυχρός κι ο πάγος ανάμεσα στα νησιά ούτ' έσπαζε ούτε βαστούσε να περάσουν απάνω του.

Προχώρει λοιπόν! του έλεγεν ο Βινίκιος. Τι κάμνεις εκεί; — Κλαίω την Ρώμην, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Μίαν πόλιν τόσον θεσπεσίαν. — Πού ήσο, όταν ήρχισεν η πυρκαϊά; — Επήγαινα εις του φίλου μου Ευρικίου, δέσποτα, ο οποίος είχε κατάστημα εις τα περίχωρα του Μεγάλου Κίρκου, και ησχολούμην ακριβώς μελετών την διδασκαλίαν του Χριστού, όταν ήρχισαν να φωνάζουν αίφνης πυρ, πυρ!