United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα τα κακά μας ήρθαν μαζεμένα στο κεφάλι μας! είπε ο γέρος ο βασιλιάς. Και σα γυρίση με το καλό το βασιλόπουλο και σαν του βάλω την κορώνα με τα χέρια μου, που θενά βρης το τάξιμο που τούταξες για την καινούργια τη βασίλισσα ; Και τον πήρανε τα δάκρυα. Έβγαλε προσταγή ο βασιλιάς, ανθρώποι μπιστεμένοι ναπολυθούνε σ' όλο το βασίλειο, να πάρουνε βουνά και λόγγους, να βρούνε το χαμένο θησαυρό.

Τότε ο Τημουρτάς Χαν βλέποντας τον κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκονταν, παίρνει την βασίλισσαν Ελμέρω την γυναίκα του, ομού και τον Καλάφ, και κάνοντας να φορτώση τα πλέον τιμημένα πράγματα που είχεν εις τον θησαυρό του εβγήκαν από την Ταρταρίαν και εκίνησαν διά την μεγάλην Βουλγαρίαν, συντροφιασμένοι με αρκετούς στρατιώτας.

Και με τα δυό σου χέρια, εσύ η γυναίκα, εσύ η μεγάλη της ζωής νικήτρια, το πλούτισες με κάθε πλούτο και με κάθε θησαυρό Γιατί το ξέρω! Τον έκανες και πλούσιο εσύ τον Παύλο, εσύ με τη δουλειά σου, με την τέχνη σου, με τα χρυσά σου χέρια. Και είσθε τώρα, ευτυχισμένοι σεις οι δυό άξια συ μητέρα του παιδιού σου και το παιδί σου άξιο μίας τέτοιας μάνας! Ω! Μαρία!

Εστοχάσθην ότι εκείνη θα ήτον εικόνα καμμιάς βασιλοπούλας που θα εζούσε, και εβεβαιωνόμουν με τρόπον, που έγινα πλέον ερωτικός. Έκλεισα το κουτί, και το έβαλα εις τον κόρφον μου, ομού και το δαχτυλίδι που μου άρεσε, και τα επήρα και εβγήκα από τον θησαυρό. Είχα ένα μυστικόν μου φίλον, ονόματι Σαέδ· αυτός ήτον υιός ενός μεγάλου αυθέντου από την Αίγυπτον.

Ως που μια μέρα κρατώντας ολάκερο το θησαυρό του άστραψε μέσ' το σκοτεινό Δεκέμβρη κι' έστησε μέσ' το πάρκο το χρυσό πολυέλαιο του μαρασμού του ακίνητο. Ούτ' ένα φύλλο δεν του έμεινε πράσινοτίποτα πια δεν του θυμίζει τον κόσμο. Σαν άγγιξεν έτσι την τελειότητα, έρριξε το πρώτο του μαραμένο φύλλομήνυμα πως είν' έτοιμος.

Είμαστε έθνος, κι όχι άτομο. Έτσι θα το δούμε και θα το νοιώσουμε, φίλε μου, το τι αξετίμωτο θησαυρό για μελέτη και για πρότυπο μας έχουν κρυμμένο τα περασμένα μας, τα ρωμαίικα περασμένα, και τι μεγάλα κληρονομήματα μας άφηκαν οι καθαυτό οι προπατόροι μας, οι Βυζαντινοί. Και τώρα που σε ζάλισα κάμποσο Σε χαιρετώ Ο πιστός σου φίλος ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

Εγώ οπόταν ήμουν δέκα έξ χρόνων ηύρα κατά τύχην μίαν ημέραν τον θησαυρό του πατρός μου ανοικτόν και εμβαίνοντας μέσα άρχισα να στοχάζωμαι με επιμέλειαν τα όσα πολύτιμα και εξαίρετα πράγματα εκεί ευρίσκοντο. Και ανάμεσα εις τα άλλα βλέπω μίαν κασσελοπούλαν εγκοσμημένην με διάφορα πετράδια απ' έξω, και είχε ένα κλειδί χρυσό.

Σου το λέγω αυτό, να μην τύχη και φωνάξης και πης, «ορίστε που βρίσκεται παρηγοριά και στην ΠόληΤο θησαυρό τον κρατάει ο Στόικος βαθιά στην καρδιά του. Δεν τονε μαγερεύει σαν το σαλέπι του να τον πουληση κάθε πρωί στους Πολίτες.

Έσβησα το φως κοντά στο κρεβάτι της κ' έφυγα σιγά από την κάμαρα. Η καρδιά μου είτανε γεμάτη ευγνωμοσύνη για όλα όσα είπε. Είτανε σα να μου έδωσε ένα θησαυρό να τον φυλάξω στην ανάμνηση. Την ίδια στιγμή που συλλογίστηκα αυτό, είδα καθαρά πως άρχισα κιόλα να τη γυρεύω στην ανάμνηση. «Θα τη χάσω», συλλογίστηκα.