United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επρόσταξεν ύστερα και του έφεραν το σανρτάτζιον διά να παίξη κάμνοντάς μου νόημα αν ηξεύρω να παίξω· και εγώ εφίλησα την γην, έβαλα το χέρι μου επάνω εις την κεφαλήν μου διά να δείξω πώς δέχομαι την τιμήν να παίξω μαζί του· και μου εκέρδισεν αυτός το πρώτον παιγνίδι· του εκέρδισα και εγώ το δεύτερον και τρίτον και καταλαμβάνοντας εγώ ότι τούτο του έδιδε κάποιαν ενόχλησιν εσύνθεσα ευθύς ένα τετράστιχον και του το παρουσίασα εις το οποίον έδειχνα ότι δύο δυνατά στρατεύματα την ημέραν επολεμούσαν με μεγάλον θυμόν και την νύκτα επερνούσαν με αγάπην και ησυχίαν αναμεταξύ των· ο βασιλεύς απορούσεν εις τόσα τεράστια που έβλεπεν εις μίαν μαϊμούν.

Αφού δε έβαλα εις την είσοδον τον φράκτην, ο οποίος είνε πέτρα πολύ μεγάλη, και άναψα φωτιάν με το δενδρον το οποίον είχα φέρει από το βουνόν, εφάνηκαν που προσπαθούσαν να κρυφθούν• εγώ δε συνέλαβα μερικούς, ως ήτο φυσικόν, και τους έφαγα, διά να τους τιμωρήσω ως ληστάς.

Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστάτον κυρ Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια. — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις. — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε, πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.

Καλός άνθρωπος μαθές, κακό ανθρώπου ποτέ δεν έβαλα με το νου μου. Μοναχός σου τώπες· Όμως δεν το ξέρω κι' αν ήμουνα καλός. Πολλοί με βλάψανε, πολλοί μ' αδικήσανε. Είχα μεγάλο στομάχι και τα κατάπινα. Κ' εγώ δεν ξέρω αν τώκανα από καλωσύνη. Μα τι το θέλεις; Τον ήξερα τον κόσμο.

Συ που μέκλαιγες τρυφερά όταν με τα ίδια σου τα χέρια με πήγαινες στη βάρκα που δεν είχε ούτε κουπιά ούτε πανιά. .. Γιατί καλλίτερα να μη διώξης από την πρώτη μέρα το περιπλανημένο παιδί, που ήρθε να σε προδώση; Α! μα τι έβαλα λοιπόν με το νου μου; Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου, κ' εγώ γυιός σου. Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου και δεν μπορεί να μ' αγαπήση!». Η Ιζόλδη τον αγαπούσε.

Αλλ' όταν τους είδα εις τέτοιαν δυστυχίαν και τους εγνώρισα ότι ήσαν οι αδελφοί μου τους έβαλα εις το σπίτι μου, τους ένδυσα με φορέματα όμοια με τα ιδικά μου και τέλος πάντων διά να τους παρηγορήσω εμέτρησα χίλια φλωριά του καθενός δωρεάν, νουθετώντας τους διά να τα πραγματευθούν με φρονιμάδα εις την πατρίδα.

Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ' ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλης. Ας είνε καλά ο Μιχαληός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κ' εγώ, μα γιατί σ' αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω...» Σήκωσα είκοσι λίρες κ' έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μούμενε. Έφυγε ο Μιχαληός με το καλό.

Ολίγον καιρόν ύστερον που έβαλα τα πράγματα του βασιλείου μου εις καλήν τάξιν, εστοχάσθηκα ότι μου έλειπε το καλύτερον διά να με κάμη τελείως ευτυχισμένον, που ήτον η απόκτησις της ωραιοτάτης Ρετζίας, της οποίας η αγάπη με έκανε να μην έχω ησυχίαν με κανένα τρόπον.

Και αφού τους έλεγξα εις τα φανερόν, απεφάσισα, τον Χόντζα να μετρήση άλλες δύο χιλιάδες φλωρία ακόμη του Βανάη· και τον Βεζύρη και τον Κατή τους έβγαλα από τα αξιώματά των, και έβαλα άλλους εις τον τόπον τους.

Μίαν ημέραν λέγει του πατρός της· ζητώ μίαν χάριν και παρακαλώ την πατρικήν σου αγάπην να μη μου την αρνηθής. Απεκρίθη ο πατήρ της· εάν το ζήτημα είναι εύλογον, σου τάζω να το τελειώσω. Λέγει η Χαλιμά· είναι τόσον ευλογώτατον και δικαιότατον, ώστε έβαλα σκοπόν διά να εμποδίσω αυτόν τον σκληρόν και θηριώδη νόμον, και τον άδικον φόνον των κορασίδων της πολιτείας.