United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβαλα μια φωνή. Εκεί μέσα στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους. Ήτον ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του κ' η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή, καθώς φαίνεται, πριν σαραντίση και εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη. Ένας άλλος άνθρωπος ήτον μαζί τους.

Μαθαίνει κανείς γρήγορα τη ζωή, όταν γεννιέται εκεί που γεννήθηκα εγώ. Κι εσύ όμως γνωρίζεις τη ζωή, με τον τρόπο σου, και γι’ αυτό καταλάβαμε ο ένας τον άλλο παρόλο που μιλάμε διαφορετική γλώσσα. Θυμήσου όταν κατέβαινα στο κτηματάκι…. Έπαιζα και έβαλα ψεύτικη υπογραφή επειδή ήθελα να πληρώσω τον Λιμενάρχη και να του κάνω καλή εντύπωση επιστρέφοντας. Θα έλεγε: ο δυστυχισμένος, ορθοπόδησε.

Βγήκα όξω στον κήπο· και με την ιδέα να του δώσω μια τελευταία χαράαυτού, που αγαπούσε πάντα τάνθηέκοψα ένα μισοανοιγμένο ρόδο, το ωραιότερο που μπορούσα να βρω, γύρισα μέσα και το έβαλα στο μαξιλάρι του παιδιού μου, κοντά στο μάτι που μπορούσε κ' έβλεπε ακόμα. Ανίκανος να το υποφέρω περσότερο, βγήκα πάλι όξω στη βεράντα. Αποκεί άκουσα πως μπήκε μέσα ο Σβάντε και κάθησε στο κρεββάτι.

Ούτω λοιπόν έκαμα ποιήματα πρώτον εις τον θεόν Απόλλωνα, διά τον οποίον ήτο η προκειμένη θυσία· έπειτα δε από τον θεόν, σκεφθείς ότι ο ποιητής, εάν πρόκειται να είναι καθαυτό ποιητής, πρέπει να ευρίσκη μύθους και όχι να στιχουργή λόγους, εγώ δε δεν είχον τούτο το προτέρημα, διά ταύτα τους μύθους του Αισώπου, τους οποίους είχα προχείρους και εγνώριζα, από όσους μου ήλθαν εις τον νουν πρώτοι και τους ήξευρα, από αυτούς έβαλα εις στίχους.

Για ν' ακουμπήσης, Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής. Στης τόσαις χάρες, Στα σπλαχνικά της Λόγια γλυκά της Πλιο δεν αργώ. Φτερά μου απλόνω, Σ' αυτή ζυγόνω Πολύ γοργό. Και στο χρυσό της Πετώ χεράκι Και στο κλουβάκι, Προμιού να μπω, Τα ζαχαρένια, Τα κουραλλένια Χείλια τζιμπώ. Αγάπη μου πολύτιμη τα λόγια σου έχω νόμο. Το λόγο, που μ' επρόσταξες τον έβαλα σε δρόμο.

Και αφού ο βασιλεύς εκείνος με εσύστησεν εις τον καραβοκύρην και εις τους πραγματευτάς του καραβιού, εις το οποίον έβαλα όλα τα δώρα και την ωραίαν κορασίδα, εμισεύσαμεν, και με επιτήδειον καιρόν εφθάσαμεν εις ολίγας ημέρας εις Βαλσύραν, και από εκεί ευθύς εμίσευσα διά την Βαβυλώνα.

Εγώ τα επήρα και ευθύς που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε μοναχή της χωρίς να την βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον θαύμασμα.

Καλλίτερα η έχθρα των να κόψη την ζωήν μου, παρά να μη με αγαπάς, κι’ ο θάνατος ν' αργήση. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και ποιος σ' ωδήγησεν εδώ τον δρόμον σου να εύρης; ΡΩΜΑΙΟΣ Ο Έρως, που μου έδειξε τον τρόπον να τον μάθω· εκείνος έβαλε τον νουν, κ' έβαλα 'γώ τα μάτια.

Συλλογίστηκα απλούστατα πως είναι πολύ νωρίς να γυρίσω στην Αθήνα. Δε βλέπεις; Οι ζέστες ξαναρχίσανε. Νομίζει κανείς πως ξαναγυρίζομε στην άνοιξη, ενώ έχομε μπροστά μας το χειμώνα. Εγώ έβαλα πάλι τα καλοκαιρινά μου. Να, κύτταξε!... ΑΝΘΥΠΟΛ. — Χμ! Μην εμπιστεύεσθε πολύ σ' αυτή την Άνοιξη, κύριε Φλέρη. Το φθινόπωρο είναι άπιστη εποχή. Νομίζω πως δεν κάματε καθόλου καλά να βάλετε τα καλοκαιρινά σας.

Πήγα και κει μου είπαν πως ο γιατρός είχε φύγει για το σπίτι μου και πως έπρεπε να πάρω αμέσως ένα αμάξι και να τρέξω και γω εκεί. Το χτύπημα, που μου ήρθε τόσο σφοδρά και ξαφνικά με παράλυσε κ' η κίνηση, που έβαλα σ' ενέργεια μου φαινότανε και μέ του ίδιου όλως διόλου αυτόματη.