Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Έπειτα το έβαλα εις τα ποδάριά μου και το εκαταπάτησα με πολύν θυμόν· τι κάνεις, ω Βασιλέα, η Ζιμπρούδα μου είπε φωνάζοντας· διατί μου εφόνευσες με τούτον τον τρόπον το αηδόνι μου; όταν εσύ δεν ήθελες να ξαναζήση, δεν έπρεπε να το ανακράξης εις νέαν ζωήν.

Κουτός, ζαβός και μουρλός, ό τι θέλεις, πες με. Τάγραφα όσα διάβασες, αναγνώστη μου, στην εξοχή. Δεν είχα μαζί μου όλα μου τα βιβλία. Θυμήθηκα λοιπόν πώς είχε γίνη ένα κάποιο άρθρο στη Revue Critique για τον κ. Σωτηριάδη· μα τι έλεγε τάρθρο δεν το θυμούμουνα. Έβαλα κατωσέλιδα μόνο τόνομα του περιοδικού, κ' είπα, σα γυρίσω στο Παρίσι, να βάλω και τον αριθμό.

ΧΟΡΟΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ και έπειτα ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ Τι ευτυχής πούν' ο λαός! και εγώ η δούλα η καλή, και η κυρά μου πειό πολύ! Κι' όλες εσείς, που κάθε μια μπροστά στην πόρτα μένει, κι' ο δήμος και οι γείτονες, κι' αυτοί ευτυχισμένοι. Μα το θεό; είμαι κ' εγώ μια δούλα, κι' όμως πήρα κ' έβαλα στο κεφάλι μου τα πειό ωραία μύρα.

Φτάσαμε στο σπιτικό του, μούδειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ' έπειτα στην τραπεζαρία που είταν ώρα φαεί. Εκεί η κερά του, εκεί κ' η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξη χρόνων κι αυτό.

Ο ΚυρΝικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία: — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό. Η χήρα άναψε απ' το θυμό της. — Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει.

ΧΑΡ. Θα μ' αφήσης λοιπόν να γυρίζω εις την γην χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, ενώ είμαι φίλος σου και σύντροφος εις την μεταφοράν των νεκρών; Αλλ' έπρεπε να θυμάσαι, υιέ της Μαίας, τουλάχιστον ότι ποτέ δεν σ' έβαλα ν' αδειάζης νερό ή να τραβάς κουπί, αλλά σε αφίνω και ροχαλίζεις ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις χέρια τόσον δυνατά, ή αν εύρης κανένα φλύαρον νεκρόν κάθεσαι και κουβεντιάζετε εις όλον το ταξείδι, εγώ δε, αν και γέρος, τραβώ μόνος και τα δύο κουπιά.

— Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το τραπεζάκι τα έβαλα. Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·

Πάρε και ταις δύο καλλίτεραίς μου όρνιθες, εξηκολούθησεν ο παππούς· αλλ' επειδή ηξεύρω, ότι λυπείσαι, όταν κρεμούν τα ζώα από τα πόδια, της έβαλα μέσα εις αυτό το μεγάλο καλάθι· θα ταξειδεύσουν εις το γαϊδουράκι επάνω αναπαυτικά σαν αριστοκρατικαίς κυρίαις! Να ιδούμε μόνον πώς θα δεχθή το πρώτο του φορτίον εις την ράχιν το ζωηρό γαϊδουράκι.

Έπαιζε το χέρι αστόχαστα και το κέντημα γινότανε, θαρρείς, μοναχό του. — Μα είνε πόλεμος βλέπω! είπε ο Δημητράκης με θαυμασμό. — Ναι· ο πόλεμος πώκαμαν οι δικοί μας. Πίστεψαν πως με τις παλάβρες θα νικήσουν τον Τούρκο. Μα κείνος ρίχτηκε αψής, τους πήρε του κυνήγου και τους αφάνισε. Δεν ήταν τόσος ο αφανισμός όσο η ντροπή. Για τούτο έβαλα σκούρα κλωστή.

Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη· έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας ετραβήχθηκα εις τα οπίσω.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν