Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Σκύλο το κράζουν Κυνηγού και πιο λαμπρά 'ναι απ' όλα, όμως στον ουρανό κακό σημάδι 'ναι στημένο, 30 τι θέρμες φέρνει στ' άμοιρο τ' αθρωπολόϊ σα βγαίνει· έτσι, σαν έτρεχε, ο χαλκός του ξάστραφτε απ' τα στήθια.
Εν χρήσει προς έπαινον νεανίου έχοντος πολεμικόν το ήθος. »Πριν έβγη 'ς την παγάνα» σ. 89 Παγάναι · Συνήθως αι εκδρομαί αίτινες γίνονται εις τα δάση προς κυνηγεσίαν. Αλλά κυρίως εμφαίνει τους ελιγμούς και τας περιστροφάς του κυνηγού πλανωμένου ένθεν κακείθεν προς ανακάλυψιν της ποθητής άγρας, όθεν και το ρήμα παγανίζω . » Χαρούμενα τ' αρείκη » σ. 90. Ερείκη ή ρείκη Erica vulgaris.
Από μακρυά, αχ' το βουκουλιό, ακούγεται φλογέρα. Κάπου βροντάει μια τουφεκιά ή κυνηγού ή δραγάτη, Και κάπου κάπου ο αντίλαλος βραχνό τραγούδι φέρνει Του αλογολάτη, του βαλμά, οπού γυρνάει κ' εκείνος. Του κάμπου τάγρια τα πουλιά γυρνούν αχ' τες βοσκές τους, Και μ' άμετρους κελαϊδισμούς μέσ' στα δέντρα κουρνιάζουν· Σκαλώνει ο γκιώνης στο κλαρί και κλαίει τον αδερφό του.
Στο σπίτι του κυνηγού είταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι' αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι' όλο το σπίτι, κι' όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κόττες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να ξεσκίση ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλη μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι' απ' όλα τον κυνηγό.
Έφραξε τα γύρω μας με το δίκτυ του κυνηγού κ' έγραψε 'πάνω στον τοίχο την προφητεία της μοίρας μας. Δεν μπορούμε να την ιδούμε, γιατί είναι μέσα μας. Δεν μπορούμε να την ιδούμε παρά επάνω σε καθρέφτη που να καθρεφτίζη την ψυχή μας. — Είναι η Νέμεσις δίχως τη μάσκα της. Είναι η τελευταία από τις Μοίρες και η τρομερώτερη. Είναι ο μόνος από τους θεούς, που γνωρίζομε το αληθινό του όνομα.
Νοιόθει η Νεράιδα την κλεψιά και 'ς το χορό που σειέται Κοντοκρατάει το χορό και κόβει το τραγούδι. — Μ' εκλέψανε! λαχταριστά και ξαφνικά φωνάζει Και παίρνει τον κατήφορο 'ς του κυνηγού τα πόδια. Σαν ωργισμένος άνεμος, σαν σίφουνας, σαν μπόρα Κ' η άλλαις την ακολουθάν και φτάνουν τον Γιαννούλα, Μ' αυτός βαστάει το φυλαχτό, μπαρούτι και λιβάνι, Και να τον πιάσουν δεν μπορούν, ούτε να παν σιμά του.
Ο αητός χαρούμενη κραυγή, κραυγή της νίκης χύνει, Κι' έρχεται με το ταίρι του και του γιδιού τα σπλάχνα, Τ' ανοίγουν με τα νύχια τους. Το ψυχομαχητό του Τους αγαλλιάζει, τους μεθάει, κι' από τ' αγάλλιασμά τους Κι' από το μέθυο ανάβεται, φλογίζεται η ματιά τους. Κι' όταν θερμό τελεύεται του κυνηγού το γαίμα Μπήγουν οι δυο τους το ραμφί και πίνουν και χορταίνουν.
Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί· Τελοσπάντων αγναντεύει Το νερό οπού χαλεύει, Και στου πόθου την ακμή, Οχ τη βιά του τη μεγάλη Το σημάδι εκείνο σφάλλει, Σε ξερό δέντρο χτυπάει· Πέφτει κάτω σκοτισμένο Και σε χέρια σκλαβομένο Κυνηγού αποκαταντάει.
Σε μια ώρα θα σε μάθη όσα φθάνουν για να διδάξης τον βασιληά τα γονικά του. Με το δίφραγκο του κυνηγού ενοίκιασεν η Μηλιά το βράδυ ένα κομψό αμάξι και σωστά εις τας εννηά το βράδυ επαρουσιάσθηκεν εις την μεγάλη σάλλα του παλατιού.
Έπαιζε το χέρι αστόχαστα και το κέντημα γινότανε, θαρρείς, μοναχό του. — Μα είνε πόλεμος βλέπω! είπε ο Δημητράκης με θαυμασμό. — Ναι· ο πόλεμος πώκαμαν οι δικοί μας. Πίστεψαν πως με τις παλάβρες θα νικήσουν τον Τούρκο. Μα κείνος ρίχτηκε αψής, τους πήρε του κυνήγου και τους αφάνισε. Δεν ήταν τόσος ο αφανισμός όσο η ντροπή. Για τούτο έβαλα σκούρα κλωστή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν