United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσοι όμως από τους πατριώτες του τους Ιουδαίους δεν πίστεψαν, κ' είταν πολλοί, αυτοί πικρά μαρτύρια του προξενήσανε με σκληρούς κατατρεγμούς, και θάμα είναι πώς το κατώρθωσε και ξέφυγε από τη φυλακή που τον είχανε ρίξει στους Φιλίππους αφού τον έδειραν. Από τη Μακεδονία κατέβηκε έπειτα στην Αθήνα. Στην Αθήνα Ιουδαίους πολλούς δε βρήκε· βρήκε όμως σοφούς και ρητόρους.

Έπαιζε το χέρι αστόχαστα και το κέντημα γινότανε, θαρρείς, μοναχό του. — Μα είνε πόλεμος βλέπω! είπε ο Δημητράκης με θαυμασμό. — Ναι· ο πόλεμος πώκαμαν οι δικοί μας. Πίστεψαν πως με τις παλάβρες θα νικήσουν τον Τούρκο. Μα κείνος ρίχτηκε αψής, τους πήρε του κυνήγου και τους αφάνισε. Δεν ήταν τόσος ο αφανισμός όσο η ντροπή. Για τούτο έβαλα σκούρα κλωστή.

ΚΡΕΩΝ Όχι, γιατί εσκοτώθηκαν και μόνον ένας, που γλύτωσε απ’ τον θάνατον, γνωρίζει τούτο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιο; λέγε το! Γιατί μπορεί κανένας από το λίγο πιο πολλά να συμπεράνη. ΚΡΕΩΝ Λένε λησταί τον σύντυχαν και τον σκοτώσαν πολλοί που επάνω ρίχθηκαν στον βασιλέα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς ήθελε κανείς βρεθή, να τον σκοτώση ληστής, αν δεν τον πλήρωνεν από ’δώ κάποιος; ΚΡΕΩΝ Τούτο και τότε πίστεψαν.

Αλλά τολμηρός ακόμη, προκειμένου να υπερασπισθή τη ζωή του, μπόρεσε γρήγωρα να βρη ωραία πονηρά λόγια. Διηγήθη ότι ήτανε τραγουδιστής, και ταξίδευε μ' ένα εμπορικό καράβι για την Ισπανία όπου ήθελε να μάθη να διαβάζη στ' αστέρια. Πειραταί είχαν προσβάλει το καράβι, κι' αυτός πληγωμένος ξέφυγε μ' αυτή τη βάρκα. Τον πίστεψαν.

Παρακαλώ, μην ανησυχείτε, δεν είνε τίποτα, κύριε καθηγητά· είπε ο Αριστόδημος. Άλλως τε, σας βεβαιώνω, το φταίξιμο δεν είνε δικό σας. Μόνος μου εχτύπησα στη σέλλα. Να έτσι... Και για να τον πείση κουτούλησε πάλε τη σέλλα δυο και τρεις φορές δυνατά. Οι σοφοί δεν πίστεψαν τους ισχυρισμούς του, εγέλασαν όμως πολύ με την ευγένειά του.

Η γυναίκες, που περίμεναν τους παράδες, σαν έφτασε ο ναύτης πήγαν να μάθουν και άκουσαν τη συφορά! Εμουρμούρισαν, φυσικά, γιατί η φτώχεια κάνει σκληρό τον άνθρωπο και ύποπτο. Ο καϋμένος ο ναύτης είπεν όλη την αλήθεια, μα δεν τον πίστεψαν.

Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς. Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής. Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα.