United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί ο Λέντζος είδε ένα ώμορφο μουλάρι και το αγόρασε για το σπίτι, και την άλλη την ημέρα πρωί-πρωί ξεκινήσανε για τα Γιάννινα: ο Λέντζος καβάλλα κι' ο Φετάνης με τον Γκεσούλη πεζοί. Ο δρόμος από την Άρτα ως τα Γιάννινα είναι μια ολάκαιρη μέρα, αλλά για να φτάση κανείς σε μια μέρα από την Άρτα στα Γιάννινα πρέπει να ξεκινήση πρωί και να μη χασομερήση στο δρόμο.

Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς. Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής. Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα.

Αμέσως ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κ' η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι' ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι. Δυο-τρεις μέρες υστερώτερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι' ο Φετάνης κι' έκανε πως λυπιώνταν κι' αυτός για το φόνο του Λέντζου.

Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι' επειδή τον λυπήθηκε κ' επειδή ήθελε να φτάση το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι' έβαλε τον Φετάνη καβάλλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι, λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού του μεγάλονε τον πόνο.

Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνουνταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου: — Έχ'ς ένα τσιγάρο;

Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι' ο Φετάνης, για να γλυτώση, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήση τον Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματός του.

Ο Ξενιτεμένος, αφού έκανε γερό πουγγί στην Αθήνα, ως ψωμάς, ξεκίνησε για την πολυπόθητη πατρίδα, μαζύ με τον αγαπημένο του τον Γκεσούλη. Στο ξεκίνημα του είχε κολλήσει κ' ένας χωριανός του, που η τύχη δεν τον είχε χαϊδέψει καθόλου από τη μεγάλη του ακαματιά. Αυτός ο χωριανός του λέγονταν Φετάνης και γνώριζε πόσο παχύ είταν το πουγγί του Λέντζου. Φτάσανε μαζύ στην Άρτα.

Λίγο- λίγο πάλι εκείνη η χρυσή λίμνη έγινε χάλκινη κι' η χάλκινη μολυβένια, τ' αστέρια άρχισαν ν' ανάβουν ένα-ένα στον ουρανό, κ' η Νύχτα αγκάλιασε τον Κόσμο στα κοταμέλανα φτερά της. Τότε ο Φετάνης γυρίζει και λέγει του Λέντζου, που έρχονταν από πίσω τραγουδώντας: — Έλα να καβαλλικέψης εσύ, γιατί μ' άφησ' ο πόνος. Σταμάτησε το μουλάρι, ξεκαβαλλήκεψε, και καβαλλήκεψε ο Λέντζος.