United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δύο-δύο έφευγον αι φαιαί αγριοπεριστεραί. — Τι ώμορφα, πατέρα, τι ώμορφα, ανέκραξεν η Ελένη. — Γρήγορα θα έχωμεν γάμους, επροφήτευσεν ο γέρων. Τα βλέπετε; Δύο-δύο φεύγουν, και είνε οκτώ τα στακτερά περιστεράκια. Έτσι θα φύγετε και σεις δύο-δύο να πάτε ς' της φωλίτσες σας. Και ετραγούδησεν ο γέρων: Σαν τα πουλιά που φτέρωσαν πετούνε ένα-ένα τα όνειρα της νειότης μου τα μοσχοαναθρεμμένα.

Η ηλικιωμένη γυνή, άμα αισθανθείσα το επί της άμμου ξερόν σύρσιμον της λέμβου, ηγέρθη από της κωπαστής και ήρχισε να ρίπτη έξω σάκκους ένα-ένα, οίτινες έκαμνον έν πήδημα πρώτον ελαφρόν επί των οστράκων και είτα έμενον εκεί. Παραπέρα, όπου είχον αποβιβάσει τα φορτία των αι άλλαι λέμβοι, θόρυβος ηκούετο.

Ως πτηνά συγχρόνως, ανάλογοι ναύται εθεάθησαν επάνω εις τους εξαρτισμούς του πλοίου, το οποίον ιδού άνοιξεν ένα-ένα τα πανιά του, και ταλαντευθέν επιχαρίτως δεξιά και αριστερά εξεκίνησεν ελαφρά, ως πάπια ξεκολλήσασα πλέον από το έλος, αφού εξετίναξε με χαράν τα δυο κοντά πτεράκια της.

Κατά σειράν ένα-ένα εξεχωρίζοντο τα κατάφυτα βουνά, και μόνον οι αμπελώνες του κάμπου ήσαν ακόμη σκεπασμένοι από την σκοτεινήν της νυκτός ομίχλην. Σκέπη πυκνή κατεκάλυπτεν εισέτι και τον λιμένα, από την οποίαν εκάθευδον ακίνητα τα εύμορφα κόττερα και λοιπά πλοιάρια της θαλασσινής πολίχνης.

Εις την παραλίαν επυκνούντο σκιαί κινούμεναι, σκιαί ανθρώπων, όπου κατέβαινον διά το ατμόπλοιον. Και ήκουεν η Θωμαή τα πατήματα αυτών βωβά, ως επί υπογείων κοιλωμάτων. Κάτι πράγματα μαύρα απεσπώντο, ένα-ένα, από τον όγκον του πλοίου και κατηυθύνοντο γοργά προς την ακτήν, αι λέμβοι με τους επιβάτας τους νεοελθόντας.

Οι τρακωτοί ήχοι των εκπυρσοκροτούντων ούτω καψυλίων, ήσαν τόσον θορυβώδεις και τόσον πυκνοί και συνεχείς, ώστε κατ' έτος εγίνετο άκοσμος χασμωδία εντός του ναού. Τώρα όμως να της ξεχάσουν αυταίς της μπιρμπαντιαίς! έλεγεν ο κυρ Μανωλάκης. Και συλλαμβάνων αυτά από του ωτίου ένα-ένα τα απώθησεν έξω του ναού. Τα οποία παραταχθέντα τότε εν τη πλατεία ενέπαιζον τον επίτροπον εν χορώ: — Φώτο-σβέστη!

Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα-ένα τον προσκάλεσαν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Αι σεμναί και εντροπαλαί νεάνιδες, ήδη εις την υψηλοτέραν καλαμωτήν εγγύς των δοκών της στέγης, εξηκολούθουν να συνάζουσιν ένα-ένα τα κουκκούλια από των πεπληρωμένων κλαδίων, άτινα ως εύμορφα μεταξωτά άνθη απήστραπτον συμπεπλεγμένα ως διά μεταξίνης αράχνης εν μέσω των μαρανθέντων φύλλων των κλάδων.

Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα ήκουσε τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι' ανακατεύτηκε με το καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδή τα νιογέννητα κατσικάκια, που είχαν γεννηθή εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι' ενώ το πιστικόπουλο απολούσε τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξουν τα καημένα, αυτή άρπαξε ένα-ένα τα τρία νιογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά στη βάβω της, με γέλοια και με χαρές, για να ιδή κι' εκείνη και να χαρή.

Καθώς τα μυρμήκια, το θέρος, δεν παύουν ένα-ένα αποτελούντα ατελείωτον λιτανείαν εις την άκραν του δρόμου να σύρουν από ένα κόκκον, ή ψόφιαν μυίαν, ή ό,τι δήποτε, βαδίζοντα ακούραστα προς την αποθήκην των, την μικράν οπήν της γης, ούτω και η πολυκέφαλος συντροφιά του Λούκα, ο Θανάσης ο Παπουδής, κι' ο Παναγής της Χρόναινας, κι' ο Ανάστασης ο Αμπάς κι' ο Αλέξης της Μυλωνούς και οι λοιποί, εσχημάτισαν μακράν πομπήν, μετακομίζοντες επ' ώμων τας ράβδους τας σιδηράς και τα αγγεία, εις την καλύβην πέραν, την κρυφήν, και εις την σπηλιάν την οποίαν είχεν υποδείξει ο Λούκας.