United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίκρυ του παπά, από την άλλη την κορφή, κάθησε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας τα τρία τα κατσίκια στην ποδιά της, κι' αυτά μούλοναν ήσυχα-ήσυχα μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι τρεις γιδομάννες, μασσώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ' ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε πλειότερο γάλα.

με την κοιλάδα εμέ η ζωή και την πλαγιά αδερφή δε φτάνει μήτε ως όνειρο το ψήλος σου να γγίση· ω ας ήταν τη γαλήνη της μονάχα μια κορφή και στο δικό της δειλινό ροδόχρωμη να χύση Σιγά η πηγή στη λαγκαδιά κυλά μες στα χαλίκια, σιγά κι αργά τα ισκιώματα γλιστρούν του δειλινού στα θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τα κατσίκια στο βράχο τον ορθόψηλο του απόγκρεμνου βουνού.

Εσύ, εσύ ξέρεις καλλίτερα απ' αυταίς ταις δουλειαίς, γιατί ξεχιονίζεις τα κατσίκια ς', είπεν ο κ. δήμαρχος απεκδυόμενος την ευθύνην.

Βάβα! βάβα! είπεν αίφνης διακόψασα το τραγούδι· βυζαίνουν τα κατσίκια! — Αλήθεια μωρή! είπεν η γρηά. Και πλήρης χαράς παρετήρησεν ότι τα κατσίκια, εβύζαινον. Δόξα σοι ο θεός! Αι κατσίκες πρότινων ημερών είχον αβασκαθή. Ο Βόλας, ο οποίος επέρασεν εκείθε και είδε τους μαστούς των κατσικών πλήρεις γάλακτος, ήνοιξεν έκπληκτος τους οφθαλμούς του κ' εφώναξε: — Μωρέ! τι φόρτωμα πώχουνε!. . . .·

Ο Μάρτης επέρασε· τα κατσίκια έπιασαν το βυζί· τι είχε πλέον να φοβηθή; Αλλ' ενώ ταύτα εσκέπτετο και ύψωνε τους οφθαλμούς της θριαμβευτικώς, ως άνθρωπος διαφυγών μέγαν κίνδυνον, τον οποίον ενόμιζε πρότερον αναπόφευκτον, βλέπει έξαφνα τον ουρανόν σκεπασμένον υπό μαύρον, κατάμαυρον μανδύαν νεφών.

Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα ήκουσε τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι' ανακατεύτηκε με το καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδή τα νιογέννητα κατσικάκια, που είχαν γεννηθή εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι' ενώ το πιστικόπουλο απολούσε τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξουν τα καημένα, αυτή άρπαξε ένα-ένα τα τρία νιογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά στη βάβω της, με γέλοια και με χαρές, για να ιδή κι' εκείνη και να χαρή.

Έβλεπα ν' αναιβοκαταιβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάννας μου, ή της αδερφής μου, πότε περβατώντας, και πότε καβάλλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα, την αδερφή μου να βόσκη ζυγούρια και κατσίκια, και να μου λέγη τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή.

Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά: — 'Σ την πομπή σου, γέρω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ' ανάστησα! δε σ' έχω ανάγκη. — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;. . .

Κι' όμωςκάποια παράδοξη ζέστα νοιώσαμε στην ερημιά εμείς οι έρημοι. Κάποια παράδοξη χαρά δοκιμάσαμε βυθισμένοι στην απέραντη αδιαφορία της πλάσηςπου μας έσφιγγε με στοργή, χωρίς να γνωρίζη ούτε μας, ούτε τον εαυτό της! Δυο κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στη χλόητάχα ποιος να μου στέλνη αυτό το δώρο στα παιδιάτικα χρόνια μου που πέρασαν ;

— Η έννοια του δυνατού, σκέφτηκε, υπάρχει στο βαθύ πράσινο του δάσους και σημαίνει πεποίθηση στη νίκη. Στο χαμήλωμα του βουνού, πάνω στη ράχη, τα δένδρα φαίνονται σαν κοπάδι κατσίκια. Αν όμως δεν είναι δένδρα, αλλά μόνο θάμνοι!.,, Τρόμαξε με την ιδέαν αυτή. Τόσο καιρό τα νόμιζε για δένδρα. Βέβαια όμως δεν μπορούσε νάτανε άλλο από δένδρα.,, Ησύχασε.