United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα, αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την πρωτοκαθεδρίαν αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα δικαιώματα.

Παρετήρει αυτάς μετά προσδοκίας και ανυπομονησίας. Θα έκαμναν πολλά κατσικάκια, θα τα ανέτρεφε, θα τα επώλει και θα επλήρωνε τον σκληρόν Γιαννίκον, και δεν θα τον είχεν ανάγκην να της πάρη ό,τι κι' αν έχη! Και μετά συγκινήσεως ηρίθμει διά των δακτύλων τας παρερχομένας ημέρας ίνα εύρη την ημέραν του τοκετού. — Κοντεύει, δεν κοντεύει· εψιθύριζεν από καιρού εις καιρόν· βάλε από τον άι-Δημήτρη!.

Επειδή μεθ' όλας τας παρακλήσεις της αι ημέραι του Γεννάρη εξηκολούθουν νιφετώδεις και παγεραί, έφερε τας κατσίκας εντός της καλύβας, όπου εκοιμάτο, ήναψε πυράν εις το μέσον και ήρχισεν αυτή, ως μαία, να τας βοηθή εις τον τοκετόν. Μετ' ολίγον η καλύβα εγέμισεν από μικρά κατσικάκια, τα οποία την εξεκώφαναν από τα βελάσματα. Αλλά δεν ήτο μόνον να γεννηθούν, έπρεπε να ξεπεταχθούν κι' όλα.

Ύστερ' απ' αυτά του ευχόντανε όλα τα καλά ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη κι ο Δάφνης τούφερνε χαρίσματα κατσικάκια, τυριά, όρνιθες με τα μικρά τους, σταφύλια επάνω στις κληματόβεργες, μήλα με τα κλαριά τους. Ήτανε μέσα στα δώρα και κρασί μοσκάτο της Λέσβος, καλώτατο για πιόσιμο.

Και τούτο χωρίς, να τας φτύση. Διά τούτο το γάλα των αμέσως εστείρευσε. Τα πτωχά κατσικάκια προσεκολλώντο εις τα μαστάρια, εβύζαινον αλλ' ουδόλως εύρισκον τροφήν. Ήρχισαν να ισχναίνουν, να γίνωνται αδύνατα, ραιβά, ζαρωμένα.

Ως δε ο γύφτος του μύθου, όστις φοβούμενος το ψύχος, όσον ο διάβολος τον σταυρόν, ηρώτα τους διαβάτας διηνεκώς. — Γεννάρης κι' απέ Μάις; — Φλεβάρης κι' απέ Μάις; — Μάρτης κι' απέ Μάις; ούτω και η γρηά ανέμενεν ανυπομόνως τον Μάιον, τον χαριέστατον αυτόν μήνα, κατά την εποχήν του οποίου όχι μόνον δεν κρυώνουν τα κατσικάκια, αλλά τα κουρεύουν μάλιστα και πωλούν το μαλλί των!. .

Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά: — 'Σ την πομπή σου, γέρω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ' ανάστησα! δε σ' έχω ανάγκη. — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;. . .

Έτσι ικανοποιήθηκε η Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμοφο και χάηδεψε τα κατσικάκια, που μούλοναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλλάκια στη φωλιά.

Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας.

Αφού τα δαμάλια και οι παληόβοϊδοι δεν δύνανται να υποφέρουν την οργήν του Μάρτη, πόσο μάλλον τα μικρά, τ' αδύνατα κατσικάκια; Και όμως αυτά ήσαν η μόνη ελπίς της γρηά-Γαλανής.