United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ο σκύμνος αρχίζη να κινήται εντός της μήτρας, έχων όνυχας πολύ οξυτάτους από όλα τα άλλα θηρία, αμύσσει αυτήν, και όσον αυξάνουν αι δυνάμεις του, τόσον περισσότερον πληγόνει και σχίζει αυτόν και όταν έλθη ο καιρός του τοκετού ουδέν μέρος της μήτρας μένει υγιές.

Την φλόγα του πυρός θεωρεί επίσης ο λαός ως εξαγνίζουσαν και απομακρύνουσαν τα πονηρά πνεύματα άτινα δολίως πολιορκούσι τον άνθρωπον. Ούτω λ.χ. εντός του θαλάμου όπου κείται η λεχώ, αρτίως απαλλαχθείσα των ωδίνων του τοκετού, ουδείς εκ των έξωθεν του οίκου εισέρχεται νύχτωρ πριν ή διασκελίση ή ψαύση διά των δακτύλων την φλόγα.

Ναι μεν το είπεν, αλλά βεβαίως δεν θα ήτον ικανή να το κάμη ποτέ . . . Και η ιδία δεν το επίστευεν. Ούτω είχον διαρρεύσει πολλαί νύκτες από του τοκετού της Δελχαρώς, της Τραχήλαινας.

Άνθρωποί μου ας φύγωμεν! Ας φύγωμεν! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Εγώ ούτε σου πταίω αυθέντα ούτε ξεύρω καν τι πράγμα σε συγχύζει. ΛΗΡ Ίσως δεν ΄ξεύρειςΆκουσε, ω Φύσις, άκουσέ με. Εισάκουσέ μ’ αγαπητή Θεά! Εάν την είχες να γίνη γόνιμη αυτή, ν’ αλλάξης τον σκοπόν σου· Τα όργανα του τοκετού εντός της μάρανέ τα, και στείρευσε τα σπλάγχνα της!

Διά τον εαυτόν του, την συμβίαν και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας εις την νέαν πόλιν, τα δύο αμπέλια πλησίον ταύτης, δύο ελαιώνας, και ολίγα χωράφιακαι όσα μετρητά είχεν. Έως εδώ είχαν φθάσει αι αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, την νύκτα εκείνην. Ήτον η ενδεκάτη εσπέρα από του τοκετού της κόρης της. Το θυγάτριον είχεν υποτροπιάσει πάλιν, κ' έπασχε δεινώς.

Παρετήρει αυτάς μετά προσδοκίας και ανυπομονησίας. Θα έκαμναν πολλά κατσικάκια, θα τα ανέτρεφε, θα τα επώλει και θα επλήρωνε τον σκληρόν Γιαννίκον, και δεν θα τον είχεν ανάγκην να της πάρη ό,τι κι' αν έχη! Και μετά συγκινήσεως ηρίθμει διά των δακτύλων τας παρερχομένας ημέρας ίνα εύρη την ημέραν του τοκετού. — Κοντεύει, δεν κοντεύει· εψιθύριζεν από καιρού εις καιρόν· βάλε από τον άι-Δημήτρη!.

Αλλά εσένα, κόρη μου, ποιός θα σε αναθρέψη όπως σου πρέπει; Άρά γε της μητρυιάς τα λόγια, 'σαν μεγαλώσης, δεν μπορούν να σε κακοφημίσουν και να σου καταστρέψουνε την τύχη σου, παιδί μου; Δεν θάχης τη μαννούλα σου, αυτή να σε παντρέψη και να σταθή στο πλάι σου, στου τοκετού την ώρα, που τίποτε γλυκύτερο δεν είν' από την μάννα. Γιατί εγώ πεθαίνω πια.

Εκ τούτου ο αγωνιώδης εκείνος πόθος εις το κυοφορούν και σπαργών ήδη προς το ωραίον, της απολύσεως γινομένης με πολύν πόνον. Διότι ο Έρως, ω Σώκρατες, δεν είνε του ωραίου έρως, όπως νομίζεις συ. — Αλλά τι λοιπόν; — Της γεννήσεως και του τοκετού εν τω ωραίω. — Ας το παραδεχθώ, είπα εγώ. — Το πράγμα έχει ακριβώς όπως σου λέγω, είπεν εκείνη. — Αλλά διατί λοιπόν της γεννήσεως;

Κάποια ευσεβής γυνή θα ενθυμήθη ίσως ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, επί τη παραμονή του Αχράντου Τοκετού της, και θα το είχε παρακάμει εις το λάδι και τα φιτύλια, ώστε να μεταβάλλη τας κανδήλας εις πυροφάνεια. Αλλά συγχρόνως ακούει φωνήν και ψίθυρον έσωθεν του ναού, ως αναγνώσεις ή σιγανάς ψαλμωδίας μοναχών προσευχομένων.

Λέγουσι δε οι αυτοί Δήλιοι ότι η Άργη και η Ώπις, παρθένοι εκ των Υπερβορείων, διελθούσαι διά των αυτών χωρών, έφθασαν εις την Δήλον προ της Υπερόχης και της Λαοδίκης και ότι έφερον εις την Ειλείθυιαν, χάριν του ευκόλου τοκετού των γυναικών, τον φόρον τον οποίον έταξαν. Προσθέτουσι δε ότι η Άργη και η Ώπις ήλθον ομού με αυτούς τους θεούς και ότι εδόθησαν εις αυτάς άλλαι τιμαί παρά των Δηλίων.