United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον ένας θόλος, συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές, που μου εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να πλησιάσωμεν εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα του πύργου, ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς τους· μα τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν εκείνον που ήτον εις τον θόλον.

Διέφυγε λοιπόν τους όνυχας των Άγγλων και Αμερικανών κερδοσκόπων εκ συνόλου 1,150,800 Λ., ποσόν 232,558, δηλαδή ποσόν μικρότερον των 308,000 Λ. του πρώτου δανείου . Ένθα αποδεικνύεται και πάλιν η μεταξύ του φιλελληνικού κομιτάτου του αναλαβόντος την διαχείρισιν του πρώτου δανείου και της μετέπειτα τετραρχίας διαφορά.

Η Φραγκογιαννού, ήτις είχε λησμονήσει όλας τας τύψεις, τας οποίας είχεν αισθανθή αλγεινώς υπό τας μέλανας πτέρυγας των ονείρων της, και εσπαράσσετο και πάλιν από τους όνυχας της πραγματικότητος, άρχισε να σκέπτεται μέσα της.

Μετ’ ου πολύ ανέτειλεν η ημέρα• αι εκπυρσοκροτήσεις ηραιώθησαν και εξέλιπον βαθμηδόν. Η απόρθητος Γένουα εσυνθηκολόγει μετά τριήμερον πολιορκίαν, παραδίδουσα εις τους όνυχας του τ υ ρ ά ν ν ο υ, ως εκάλουν τότε τον Βίκτωρα, τους αρχηγούς της επαναστάσεως, ήτις μετωνομάσθη στάσις την επιούσαν.

Οι πέντε άνθρωποι αντήλλασσον προς αλλήλους πληγάς με τα όπλα, με τας χείρας, με τους όνυχας. Ο Πρωτόγυφτος έκραξε μόνον·Μη χτυπάτε το γυιό μου! Αλλά δεν μετέσχε της συμπλοκής. Ο Βούγκος όμως δεν ηδυνήθη μέχρι τέλους να κρατηθή, και ερρίφθη και αυτός, όπως υπερασπίση τον Μάχτον. Ιδών το κίνημα τούτο, ο Πρωτόγυφτος ησθάνθη το νύγμα της μεταμελείας δάκνον την ψυχήν αυτού.

Αι δρυάδες, αι νύμφαι των δασών, τας οποίας αυτή ίσως επεκαλείτο εις τας μαγείας της, την επροστάτευσαν, ετύφλωσαν τους διώκτας της, έρριψαν πρασινωπήν αχλύν, χλοερόν σκότος, εις τους οφθαλμούς τωνκαι δεν την είδον. Η νεαρά γυνή εσώθη από τους όνυχάς των.

Εμαλαμοκάπνιζε τα παφήλια και τα καρυόφυλλά του, επηργύρου την σφύραν και την ράβδον, προσήρμοζεν επί του κοντακίου τες αντίκες όσες εύρισκε κάποτε εις τα βουνά, και προ δύο ακόμη ετών ανέλυσε τους τελευταίους τοκάδες του διά να προσκολλήση επ' αυτού ένα δικέφαλον αετόν, φέροντα στέμμα εις την κεφαλήν και κεραυνούς εις τους όνυχας.

Δος εις εμέ ολίγην ευτυχίαν. — Πώς; όλος ο κόσμος εδώ είνε ευτυχής· πού είνε η ιδική σου ευτυχία; — Την εδάνεισα βαθμηδόν ολόκληρον, αλλ' άνευ συναλλαγματικής, και μου αρνούνται τώρα αυτήν και ως χρέος, και ως ελεημοσύνην. Ερωτώ τότε τα Φάσμα: — Πώς θα ηδυνάμην να γίνω ευτυχής, εάν το επεθύμουν; — Εφ' όσον έχεις τους όνυχας στερεούς, η ευκαιρία ουδέποτε θα σου λείψη. — Περίεργον!

Ανωρθούντο, ως έμψυχοι, και κατεδίωκον την Φραγκογιαννού, και την ελιθοβόλουν, ως να εσφενδονίζοντο από αοράτους τιμωρούς χείρας. Είχον παρέλθει τρεις ημέραι από την τελευταίαν φυγήν της, από την καλύβην του Λυρίγκου. Η ένοχος γυνή είχε κρυφθή εκεί, με την ελπίδα ότι θα διέφευγε προς καιρόν τους όνυχας των διωκτών της.

Εγύρεψε πάλιν διά να του φέρουν και άλλα διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη υποφέροντάς την αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς επήρε ένα ξύλον διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον επρόλαβε, και πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με τους όνυχάς του.