Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Τούτο είνε δυστύχημα διά τον μυθιστοριογράφον ουχ ήττον ή διά τους αναγνώστας. Ενόμισάν τινες ότι η Αϊμά ώφειλε πάντως ν' αγαπά τον Μάχτον, και άλλως δεν ηδύνατο να γείνη το πράγμα. Η προκατάληψις αύτη δεν κατέλαβε μόνους τους αναγνώστας, αλλ' επεξετάθη και αλλαχόσε.

Ο Θευδάς προέβη δύο ή τρία βήματα προς το νεανικόν εκείνο σύμπλεγμα. «Πάμε να βρούμε τον κύριόν μουείπε προς τον Μάχτον. «Και πού είνε ο κύριός σου;», ηρώτησεν ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω», απήντησεν ο Θευδάς. «Τότε πού θέλεις να τον βρούμεΚαι αποστραφείς εξηκολούθησε να θεωρή την κόρην υπνώττουσαν.

Τρίτον πρόσωπον ήτο μετ' αυτών. Το πρόσωπον τούτο ήτο άγνωστον εις τον Μάχτον. Ήτο γηραιός ανήρ ευπρεπής την περιβολήν και κόσμιος το ήθος. Εκάθητο ούτος επί σκίμποδος, οι δε δύο ίσταντο όρθιοι ενώπιον αυτού. Ωμίλουν και εχειρονόμουν. Τας χειρονομίας τας έβλεπεν, έβλεπε και τα χείλη των κινούμενα, αλλ' η φωνή των δεν ήτο ακουστή.

Εγώ ονειρεύομαι; — Σύρε να πλαγιάσης, Μάχτο, επανέλαβεν αμειλίκτως ο Γύφτος. Αλλ' η τελευταία αύτη παρακέλευσις επήνεγκε το εναντίον του σκοπουμένου αποτελέσματος. Αφύπνισε τον Μάχτον ολοσχερώς. Διότι μέχρι τούδε ο Πρωτόγυφτος δεν ηπατάτο λέγων ότι ο Μάχτος ωνειρεύετο. — Θα μου πης, πατέρα, τι είνε; έκραξεν ανυπομόνως ο νέος. — Όταν ξυπνήσης, Μάχτο, είπε σαρκαστικώς ο Πρωτόγυφτος.

Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.

Οι πέντε άνθρωποι αντήλλασσον προς αλλήλους πληγάς με τα όπλα, με τας χείρας, με τους όνυχας. Ο Πρωτόγυφτος έκραξε μόνον·Μη χτυπάτε το γυιό μου! Αλλά δεν μετέσχε της συμπλοκής. Ο Βούγκος όμως δεν ηδυνήθη μέχρι τέλους να κρατηθή, και ερρίφθη και αυτός, όπως υπερασπίση τον Μάχτον. Ιδών το κίνημα τούτο, ο Πρωτόγυφτος ησθάνθη το νύγμα της μεταμελείας δάκνον την ψυχήν αυτού.

Μόνον δε, ότε διαρρήδην την ηρώτησεν ούτος αν δεν επεθύμει να νυμφευθή τον Μάχτον, τότε απήντησε ναι, προσθείσα και τον όρον της εκτελέσεως υπεσχημένον παρά του Πλήθωνος, ήτοι την περί της τύχης αυτής εκμυστήρευσιν. Ο φιλόσοφος ανενέωσε την υπόσχεσίν του. Τότε και η Αϊμά επανέλαβεν εκ δευτέρου και εκ τρίτου ότι εδέχετο να νυμφευθή τον Μάχτον.

Δεν είξευρεν αν έπρεπε ν' απαντήση &ναι ή όχι&. Αλλ' ο φιλόσοφος απεκόμισεν ήδη το συμπέρασμά του εκ της συνδιαλέξεως ταύτης, ήτις διεξήχθη μάλλον σιωπηλώς εκ μέρους της Αϊμάς, ότι δεν ηγάπα η νέα τον Μάχτον. Τω επήλθε δε τότε η ιδέα να τη είπη, ότι δεν την εβίαζε, και ήτο ελευθέρα να νυμφευθή τον Μάχτον ή άλλον τινά. Αλλ' ενταύθα τον εγκατέλιπε το θάρρος του. Αόρατον πρόσκομμα έκειτο εμποδών.

Ευτύχημα δε ήτο ότι ο ξένος δεν ενόησεν, Αν ενόει, ήθελε χάσει πάσαν αγαθήν υπόληψιν περί της Αϊμάς, διότι η φυσικωτάτη ερμηνεία, ην ηδύνατο ν' αποδώση, θα ήτο, ότι η νέα ήτο τω όντι ένοχος κλοπής, και δεν ήθελε να περιέλθη το αίσχος της εις γνώσιν του αδελφού της. Άλλως δε, εις ουδένα των παρόντων επήλθεν η ιδέα να είπη εις τον Μάχτον τι είχε συμβή· ευλόγως περιέμενον πάντες να ομιλήση η νέα.

Εν τούτοις ο Μάχτος δεν είχε σκοπόν να σφετερισθή τα χρήματα ταύτα, αλλ' έδωκεν έν φλωρίον εις την μητέρα του, έν εις τον αδελφόν του, και αφήσας τα επίλοιπα εις την κρύπτην, έλαβεν αυτός πέντε, ειπών καθ' εαυτόν: «Ένα δι' εμέ τον Μάχτον και τέσσαρα διά την Αϊμάν. Η Αϊμά έχει μεγαλειτέραν ανάγκην.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν