United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρίτον πρόσωπον ήτο μετ' αυτών. Το πρόσωπον τούτο ήτο άγνωστον εις τον Μάχτον. Ήτο γηραιός ανήρ ευπρεπής την περιβολήν και κόσμιος το ήθος. Εκάθητο ούτος επί σκίμποδος, οι δε δύο ίσταντο όρθιοι ενώπιον αυτού. Ωμίλουν και εχειρονόμουν. Τας χειρονομίας τας έβλεπεν, έβλεπε και τα χείλη των κινούμενα, αλλ' η φωνή των δεν ήτο ακουστή.

Είπε, και πρόθυμα άκουσε ο μαχητής Μενέλας, κι' έκραξε κι' η γερή φωνή ακούστη απ' άκρη ως άκρη «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, π' απ' τα κοινά μας θρέφεστε στου βασιλιά Αγαμέμνου και στου Μενέλα, κι' ο καθείς με την εφκή του Δία 250 τιμή και δόξα χαίρεται και το λαό του ορίζει· χώρια εδώ μούναι δύσκολο κάθε άντρα να ξανοίξω μέσα στο πλήθοςτι η φωτιά τόσο λυσσάει της μάχηςμα ας τρέξει μόνος του ο καθείς, και μην καταδεχτείτε να γίνει ο Πάτροκλος σκυλιών στο κάστρο πανηγύρι255

Θα νόμιζες πως εκοκκάλωσαν στα πόδια τους. Ο Βλαχογιώργος μάβρισε από το θυμό. Στην περιφρόνησην αφτή ξέχασε και το φόβο του. Το αγριεμένο το στοιχειό δεν εκρατιώταν πια. Έσιαξε νάμπη μέσα τόρα ακράτητος, παίζοντας το λεπίδι. Φωνή φριχτή, μια βροντερή κραβγή ακούστη κι αντιλάλησαν οι τάπιες μέσα οι βαριές.

Μηνόντας διαλαλίζοντας τη μάχη φανερόνει· Και τη φωνή για ν' ακουστή με δύναμι σηκόνει. 290 » Ω Μπακακάδες, πόλεμον, οι Ποντικοί με στέλλουν, » Να σας κηρύξω σήμερα· και αυτόν με δίκιο θέλουν. » Γιατί ο Φουσκομάγουλος με πονηριά και δόλο, » Καθώς εγίνηκε γνωστό κοινά στον κόσμον όλον, » Στη λίμνη μέσα εφόνεψε τον άκακο Τριμμούδη, 295 » Του θρόνου μας το διάδοχο, της νιότης το λουλούδι. » Και ανίσως έχετε καρδιά, και παλληκάρια αν ήστε, » Σα σας βαστάει, εδώ είμεστε, ελάτε, πολεμήστε.

Ο εαυτός του δεν ήταν εκεί μέσα παρά ένα σκύβαλο· ένα χάτσαλο τόσο δα, που το παίρνουν οι ανέμοι στο διάβα τους, χωρίς να λογαριάζουν πούθε κρατά η σκούφια του. Οι στιγμές όμως εκείνες ήταν πολύ σπάνιες. Ένας λόγος έφτανε ν' ακουστή κάπου για τους προγόνους του και αμέσως πέταε στον Όλυμπο κ' έτρωγε με τους θεούς αμβροσία. Οι σοφοί καθώς άκουσαν το δισταγμό του παραξενέφτηκαν.

Για να χαθή το χ, έπρεπε πρώτα να προφέρουν το χ σα δασεία, έπειτα κ' η δασεία ξεψύχησε· τότες βρέθηκαν τα δυο ι κοντά το ένα στάλλο, και τάλεγαν και τα δυο μαζί· το πρώτο λιγόστεβε με τον καιρό, ώςπου να μην ακουστή, κ' έμεινε το δέφτερο μοναχό του.

Μπορώ να μη στενάξω τώρα που τέτοιαν σύντροφον μοναδική θα χάσω; Ούτε τραγούδι θ' ακουστή, ούτε χαρά θα λάμψη, ούτε στεφάνια συμποτών θα ιδούμε πια εδώ μέσα. Ούτε ποτέ την βάρβιτον θ'αγγίξω, ούτε ο νους μου θα θέλη με τον Λιβυκόν αυλόν να ξαποστάση, γιατί εσύ κάθε χαρά μαζί σου τήνε παίρνεις.

Η φωνή μου χτυπώντας στα κρύα στήθη της, χωρίς ν' ακουστή, ξαναγύρισε καθώς πήγε κι' η Ειμαρμένη μου απάντησε·Γιατί,; Γιατί; Γιατί; Κύριε, στην κατοικία μου βροντά ο κεραυνός σου. Δοξασμένο τ' όνομά σου στον αιώνα! Κύριε, πόσο θεία εγνώρισες το μέρος που έπρεπε να χτυπηθώ! Μόνο φωτιά σταλμένη από σένα μπορούσε να βρη το βαθύτερο της αγάπης μου και να το κάμη στάχτη.

Πολύ του κακοφάνηκε του Νίκου που έφυγ' έτσι η Λιόλια, χωρίς να την ιδή- μα δεν ταπόδειξε ούτε στη γειτόνισσα, ούτε στους φίλους του Κάθησε ο Νίκος κοντά δέκα μέρες, ολομόναχος στην κάμαρη την έρημη. . . Στη θεια Ελέγκω δεν πήγε ολότελα γιατί ντρεπόταν εξ αιτίας της Λιόλιας, γι’ αυτά πούχαν ακουστή.

Τότες εκεί του Πάνθου ο γιος κατακαμαρωμένος παινέφτηκε με μια φωνή π' ακούστη απ' άκρη ως άκρη «Πιος είπε λέει πως άδικα μέσα απ' τη στέρια χούφτα του Πολυδάμα πήδηξε το χαλκωμένο φράξο; 455 Στη σάρκα κάπιος τ' άρπαξε, κι' απάνω του ακουμπώντας τώρα εγώ λέω θα κατεβεί ως στ' Άδη τα λημέρια