United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί η μακαρίτις είδε το φως, εκεί εγνώρισες την χαράν, εκεί θα σου έλθη η γαλήνη. Ο αήρ της θαλάσσης θα δροσίση τον λάρυγγά σου τον θείον, οι πνεύμονές σου θα εισπνεύσωσι την άλμην την υγράν. Ημείς, οι πιστοί σου, θα σε ακολουθώμεν παντού και ενώ θα προσπαθώμεν να μετριάζωμεν την λύπην σου διά της φιλίας, συ θα μας παρηγορής διά του άσματός σου.

Το κεφάλι του έκλινε από σεβασμό και στη βοή του καταρράχτη έρριξε λίγα λόγια με συγκίνηση: — Ο Θεός να σαναπάψη, άχαρη κοπελιά, γιατί μόνο βάσανα και πρίκες εγνώρισες σε τούτο τον άδικο κόσμο. Ο Θεός να σ' αναπάψη! Η μητέρα μου προσπάθησε να μη μάθω το θάνατο του Βαγγελιού. Ταπόγεμα που τη θάψανε, ήμουν βυθισμένος στις ζάλες του πυρετού. Και κάμποσες μέρες κρατήθηκε το μυστικό. Έπειτα τώμαθα.

Πώς; ω κυρά μου, απεκρίθη ο Ρουσκάδ, ετούτη είνε η δυνάστευσις η βαρεία, την οποίαν υποπτεύεις πως να μην είμαι αρκετός να φυλάξω; εγώ λογιάζω πως έως τώρα θα εγνώρισες την καρδιά μου, που είνε πάντα υποκειμένη εις κάθε σου πρόσταγμα, και πως δεν έχω άλλην θέλησιν παρά την εδικήν σου.

0 Κ. Βερναρδάκης, τον οποίον δεν είνε απίθανον να εγνώρισες εις Παρισίους, όθεν προ δύο περίπου μηνών κατήλθεν εις Αθήνας, είνε νεώτερος αδελφός του γνωστού ποιητού της Μ ε ρ ό π η ς και άλλοτε διαπρεπούς καθηγητού της ιστορίας εν τω Πανεπιστημίω. Δόκιμος δ' επίσης φιλόλογος και διά σπουδαίων ήδη έργων τιμήσας τα ελληνικά γράμματα, κατέδειξε την παρελθούσαν τετάρτην εν τω

Που κάθονται ως τα μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . . — Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-Κυρατσού. — Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;

« Ακόμα δε μ' εγνώρισες; — » Με ερωτάδε μ' είδες; » » — Διστάζω ακόμα, μάνα μου, » Να σου το 'πώ, διστάζω, » Γιατ' άλλη, άλλη σ' ήξερα, » Και άλλη σε κυττάζω· » Της γνωριμιάς σου, μάνα μου, » Μ' έφυγαν αι ελπίδες. — »

Ίσως εγνώρισες τον Βάννιον, τον βασιλέα των Σουαβών, όστις εκδιωχθείς εκ της χώρας του, κατώκησεν επί μακρόν χρόνον εις την Ρώμην, όπου διεκρίθη διά την τύχην του εις το παιγνίδιον των αστραγάλων και την επιτηδειότητά του εις την αρματοδρομίαν. Ο Δρούσος τον αντικατέστησεν εις τον θρόνον.

Η φωνή μου χτυπώντας στα κρύα στήθη της, χωρίς ν' ακουστή, ξαναγύρισε καθώς πήγε κι' η Ειμαρμένη μου απάντησε·Γιατί,; Γιατί; Γιατί; Κύριε, στην κατοικία μου βροντά ο κεραυνός σου. Δοξασμένο τ' όνομά σου στον αιώνα! Κύριε, πόσο θεία εγνώρισες το μέρος που έπρεπε να χτυπηθώ! Μόνο φωτιά σταλμένη από σένα μπορούσε να βρη το βαθύτερο της αγάπης μου και να το κάμη στάχτη.

Ενόμισες ότι εγνώρισες τον κόσμον και μου εδίδαξες την γνώσιν του! Αλλοίμονον! δεν κατενόησες, ω Άνθρωπε, ότι είσαι φρουρός του ιδίου σου μυστηρίου, — φρουρός, αλλά και φρουρούμενος;. . . Ακόμη δεν με ανεγνώρισες; Αλλά δικαίως· δεν είμαι πλέον ο σφριγών ανόητος και άπειρος της χθες· είμαι ο συντετριμμένος σοφός και ανάπηρος της σήμερον. . .

Εμπρός μου βλέπω κύπτουσαν και την Βηρσαβεέ, που τον Δαυίδ οπίσω της τον έσυρεν ως πτώμα, κι' ο Προφητάναξ έκραζε «συγχώρει με, Θεέ, το πνεύμα είναι πρόθυμον, αλλ' ασθενές το σώμα». Ω Σαμαρείτις, είδωλον και ξόανον ωραίον, η δροσερά σου λάγηνος τα χείλη μου ας βρέξη, κι' ειπέ γελώσα κι' εις εμέ καθώς 'στόν Ναζωραίον πως άνδρα δεν εγνώρισες, ενώ επήρες έξη.