Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Εκαθήσαμεν εις τας βαθμίδας της κρήνης εκείνης και μου απήντησεν, ότι εις όλην του την ζωήν είχε συνάξει ολίγον κατ' ολίγον τα απαιτούμενα χρήματα διά να εξαγοράση τον αγαπητόν του υιόν, όστις ήτο δούλος, αλλ' ότι ο αυθέντης του, καλούμενος Πάνσας, του αφήρεσε τα χρήματα ταύτα, κρατήσας πάλιν τον υιόν του ως όμηρον. «Και κλαίω ούτω, είπεν ο γέρων, διότι ματαιοπονώ, λέγων καθ' εαυτόν: ας γίνη το θέλημα του Θεού! δεν δύναμαι, πτωχός αλιεύς, όπου, είμαι να κρατήσω τα δάκρυά μου». Τότε, καταληφθείς υπό τινος προαισθήματος έβρεξα τον δάχτυλόν μου εις τον κάδον και εχάραξα τον ιχθύν· ο χρηστός γέρων, άμα είδε τούτον, είπε: «Και η ιδική μου ελπίς εις τον Χριστόν». Τον ηρώτησα: «Με ανεγνώρισες από το σημείον τούτο; Ναι· μοι απεκρίθη, «η ειρήνη μετά σουΉρχισα να μανθάνω το μυστικόν και ο αγαθός γέρων μοι διηγήθη τα πάντα.

Βραχεία σιωπή επηκολούθησεν. — Ο Καίσαρ, είπεν ο Πετρώνιος, δεν ηδυνήθη να κρύψη ενώπιόν της την σφοδράν επιθυμίαν του να λάβη την Ρουβρίαν και ίσως αύτη ηθέλησε να εκδικηθή. Ευτυχώς δεν την ανεγνώρισες την Αυγούσταν, διότι αν αναγνωρίζων αυτήν την απώθεις, θα εχάνεσο αφεύκτως και συ και η Λίγεια και εγώ ίσως.

Ανέγνωσες και ολόκληρον την κωμωδίαν, τους «Βάπτας»; . Και δεν εταράχθης, ούτε εκοκκίνησες όταν ανεγνώρισες τον εαυτόν σου εις τας σκηνάς του έργου εκείνου; Ό,τι προ πάντων πρέπει να θαυμάση κανείς εις εσέ είνε, πώς ενώ έχεις τοιαύτην διαφθοράν ψυχής, εγγίζεις τα βιβλία και πώς με τοιαύτας χείρας τα ξεδιπλώνεις. Πότε δε αναγινώσκεις; την ημέραν; Αλλ' ουδείς σε είδε ποτέ να πράττης τούτο.

Θέλεις να πιστεύσουν ότι είσαι εγωιστής; διακήρυττε πάντοτε ότι είσαι μετριόφρων. Ανεγνώρισες την αμαρτίαν σου; ημάρτησες κατά το ήμισυ· αποπειράσαι να την δικαιολογήσης; την εδιπλασίασες. Όταν ίδης άνθρωπον θαυμάζοντα και λατρεύοντα την μορφήν του, γνώριζε ότι αυτός αγαπάται. Το γήρας δεν άρχεται απ' εκεί, όπου λευκαίνεται η κόμη, αλλ' απ' εκεί, όπου μαυρίζει η καρδία.

Εντεύθεν του σκάφους, όπου βαθμηδόν ηλαττούτο η σκιά, ίσταντο πλην των συνεργατών της καθελκύσεως και οι θεαταί, και ουκ ολίγαι γυναίκες, ελθούσαι προς τέρψιν. Οποίος τότε παλμός διέσεισε τα στήθη σου, όταν μεταξύ αυτών ανεγνώρισες υπό κοκκίνην ομβρέλλαν την περικαλλή μορφήν της Πολυμνίας! Είχεν επιστρέψει από το ταξείδιον χωρίς να το μάθης.

Ενόμισες ότι εγνώρισες τον κόσμον και μου εδίδαξες την γνώσιν του! Αλλοίμονον! δεν κατενόησες, ω Άνθρωπε, ότι είσαι φρουρός του ιδίου σου μυστηρίου, — φρουρός, αλλά και φρουρούμενος;. . . Ακόμη δεν με ανεγνώρισες; Αλλά δικαίως· δεν είμαι πλέον ο σφριγών ανόητος και άπειρος της χθες· είμαι ο συντετριμμένος σοφός και ανάπηρος της σήμερον. . .

Τι ήμην εγώ; πτωχόν και ασθενές πλάσμα, το οποίον εφαντάσθης να δημιουργήσης και εδημιούργησες· το οποίον εξαπέστειλες εις τον κόσμον, πάνοπλον ως την Αθηνάν, ίν' αντιπαραταχθή προς την Κακίαν, και συμμαχήση με την Αρετήν. . . Άφρον! ιδού τ' αποτελέσματα της πείρας της ανθρωπίνης, ιδού τα άχρηστα ναυάγιά της, συρόμενα επί της κλίνης σου. Δεν με ανεγνώρισες ακόμη; — Όχι. — Δεν με συνήντησες ποτέ;

Κρύψε με από του θεού το βλέμμα, διότι θα κεραυνοβολήση τον αντάρτην. . . Σιωπάς;. .! Με ανεγνώρισες τώρα και έκπληκτος θεωρείς το δημιούργημά σου το μωρόν, το οποίον ετάνυσε πτέρυγας και επέταξε προς τον κόσμον πλήρες ζωής, αλλ' επανήλθεν εξ αυτού συρόμενον, και γεμάτον από θάνατον και χλεύην!. . Ιδού η Χ ρ υ σ ή Δ ι α θ ή κ η σου· την ρίπτω και πάλιν προ των ποδών σου.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν