United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο υπενωμοτάρχης δεν κρατήθηκε τότε, άπλωσε προς τη συρμένη χάμου σπάθα του, την τράβηξε, την σήκωσε ίσα κατά τη γριά: — Το σταυρό σου θα στα κάμω λιανά κοψίδια αυτά τα παλιοβύζια!.... Η γριά τότε τράβηξε ίσια κατ' απάνω του τρέμοντας. Τα μάτια της πετούσαν φωτιές, το σαγόνι της έτρεμε.

Ποτέ δε θαυμάστηκε τόσο ο Σβεν, δε χαδεύτηκε, δεν κρατήθηκε από όλους στα χέρια και δεν αποθεώθηκε, όπως αυτό το καλοκαίρι. Οι ναυτικοί τον πέρνανε στον ώμο και του φτιάνανε βαρκίτσες, οι γερόντισσες σταματούσανε και χαμογελούσαν, μόλις τον βλέπανε.

Και η στολή του φαρφουρένιο ανθογιάλι μοιάζει μέσα στα πλούσια σωθέματα της σάλας. Κύττα κορμί, κύττα στολή, κύττα δόξα!... Λάμπει στο χρυσάφι και στ' ασήμι ο σπαθάτος της, ο σπιρουνάτος της. Έλα.... έλα!... έλα!... Η Ασημίνα δεν κρατήθηκε περισσότερο. Ένας ένας οι συλλογισμοί καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό της. Και το πρόσωπό της ήταν λαμπρό σύγκαιρα και πονεμένο.

Και μέ μου φαίνεται παράξενο πως η ανάμνηση των μερών αυτών κρατήθηκε τόσο ζωηρή περσότερο από τριάντα χρόνια. Είμουνα δηλαδή τότε μόλις έξι χρονών κ' οι θύμησες της ηλικίας αυτής σβήνουνε πάντα έξω από κείνες, που δένουνται με το σπίτι, όπου ζήσαμε χρόνια ολάκερα. Όλον τον καιρό έπειτα έβλεπα μπροστά μου τη θάλασσα, έτσι όπως την είχα δει τότε.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Αριστόδημος· Μόλις πάτησε το κατώφλι θέλησε να πέση και ν' αγκαλιάση το φέρετρο. — «Μάννα, μαννούλα μου γλυκειάτου ήρθαν οι λέξες στα χείλη. Κρατήθηκε όμως μόλις είδε τους ξένους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να φανή επιφυλαχτικός, σοβαρός, επίσημος μπροστά τους. Μέσα του υπόφερνε πολύ· κατώρθωσε όμως να σφίξη τον πόνο του.

Το κεφάλι του έκλινε από σεβασμό και στη βοή του καταρράχτη έρριξε λίγα λόγια με συγκίνηση: — Ο Θεός να σαναπάψη, άχαρη κοπελιά, γιατί μόνο βάσανα και πρίκες εγνώρισες σε τούτο τον άδικο κόσμο. Ο Θεός να σ' αναπάψη! Η μητέρα μου προσπάθησε να μη μάθω το θάνατο του Βαγγελιού. Ταπόγεμα που τη θάψανε, ήμουν βυθισμένος στις ζάλες του πυρετού. Και κάμποσες μέρες κρατήθηκε το μυστικό. Έπειτα τώμαθα.

Μούπε κιόλας να μη ξαναπάω παρά μια φορά, να την αποχαιρετήξω όντε θα φύγω στη χώρα. — Και θα πας; — Θα πάω, είπ' αποφασιστικά. — Κιάνε σου πω να μην πας; — Μη μου το πης, γιατί θα πάω. Δε μπορώ να μην πάω. Ο θυμός κοκκίνησε το πρόσωπο της μητέρας μου. Αλλά πάλιν κρατήθηκε και μούπε με φωνή μάλλον ήρεμη: — Κιάνε σου κολλήση την αρρώστια τση, άνε χτικιάσης; — Θαποθάνω.

Ο Αγαθούλης δεν κρατήθηκε από το να επαινέση την ομορφιά, τους καλούς τρόπους και την επιδεξιωσύνη τους.