United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κουτσαίνοντας κι' εκείνοι οι διο, οι δουλεφτάδες τ' Άρη, πήγαιναν, του Τυδέα ο γιος κι' ο θεϊκός Δυσσέας, έτσι ακουμπώντας σε μακριά κοντάρια, γιατί ακόμα είχαν βαριές λαβωματιές· και παν στην πρώτη αράδα 50 και κάθουνται της συντυχιάς.

Κι' όθες διαβαίνεις, φώναζε περκάλα ν' αγρυπνάνε, και κάθε αντρός νομάτιζε τη φύτρα τον πατέρα, τιμώντας όλους. Ξέχανε πια τώρα τις περφάνιες, κι' έλα ας δουλέβουμε κι' εμείς, τι εμάς θαρρώ έτσι ο Δίας 70 πίκρες μας έγραψε βαριές σα μας γεννούσε η μάνναΈτσι είπε, και τον έστειλε καλοξηγώντας τα όλα· απέ κινάει το Νέστορα να βρει, το γέρο αφέντη.

Μα άχρηστοι οι όρκοι έτσι δεν παν και των αρνιών το αίμα, κι' οι άδολες δεξές σταλιές που παίρναμε όλοι θάρρος. Γιατί κι' αν δεν παιδέψει εφτύς ο Δίας, μα παιδέβει 160 ύστερα αργά, και με βαριές ζημιές ξεπαγαδιάζουν, με τις δικές τους κεφαλές, τα γυναικόπαιδά τους.

Ο Βλαχογιώργος με τον Επιστάτη ξοπίσω, διαβαίνοντας βιαστικός από δωμάτιο σε δωμάτιο πάντα, άνοιγε τις πόρτες τις βαριές της άλλης Αχτίνας τόρα φωνάζοντας·Του &Δύου ! του Tέchερο ! του Eκch ! Ούλοι ούξου ουρέ! Να διούμε τις μπομπές σας παλιοζιάγαρα!..

Ας έλεγαν εκείνοι πως βγαίνει ο Τρύφος πέρα στη βρύση, τα μεσάνυχτα, κάτω από τον πλάτανο, ντυμένος παπαδίστικα. Ας έλεγαν αφτοί πως ο Πάτερ-Παΐσιος τον κρύβει μυστικά στα σκοτεινά κελιά της Άγια- Πελαγίας. Όσοι έλεγαν πως μες τις κακουχίες τις βαριές, και μες τα βιαστικά του τα τρεχάματα, κρυφή αγάπη λατρεφτή τον θέρμαινε και τον εδρόσιζε τον Τρύφο, αφτοί είχαν κάποιο δίκιο περισσότερο.

Ο Έφις ακολουθούσε μια σειρά από χωριάτισσες τυλιγμένες στις βαριές τους κάπες και με τον άνεμο να τον χτυπά το στήθος ένοιωθε κάτι καινούργιο, κάτι δυνατό να μπαίνει μες στην καρδιά του. Ο κόσμος περπατούσε θλιμμένος, αλλά ήρεμος, σαν σε λιτανεία, λες και δεν πήγαινε σ’ έναν τόπο γιορτής, αλλά προσευχής.

Έπειτα τ' άλλα πήρε ομπρός κοπάδια των οχτρώνε με το κοντάρι το σπαθί και με βαριές κοτρώνες, 265 όσο έτσι οχ την πληγή ζεστό ακόμα τούτρεχε αίμας. Μα σαν ξεράθηκε η πληγή και τούπαψε το αίμας κι' άρχισαν πόνοι σουγλεροί ναν του μασούν τα σπλάχνα, 268 τότες στ' αμάξι ανέβηκε και τ' αμαξά στα πλοία 273 τούπε να πάει, τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους.