United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε οχ την Ίδα των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας κινάει να πάει στον Έλυμπο, και σε λιγάκι φτάνει με την καλόροδη άμαξα στα θεϊκά λημέρια. Εκεί του λύνει ο Ποσειδός τα ζώα, και σεντόνι 440 απλώνει απάς στην άμαξα και στα στασιά τη βάζει. Κι' αφτός σ' ολόχρυσο θρονί, ο βροντολάλος Δίας, να κάτσει πάει, κι' ο βούναρος καθώς πατούσε σιούνταν.

Εκεί έφκολα άτι, σ' άμαξα καλόροδη δεμένο, δεν έμπαινε, μα βλέπανε, πεζοί αν θα κατορθώσουν.

Αι φωναί αύται καταδιώκουσι θορυβωδώς τον Ιωάννην, οικειότεροι δέ τινες των παρισταμένων τρέχουσι και κατόπιν του μέχρι της θύρας. Αλλ' εκείνος εξήλθεν ήδη εις την οδόν, επήδησεν εντός της προστυχούσης αμάξης, κ' εφώνησεν εις τον αμαξηλάτην· — 'Σ το σπίτι! γρήγορα! Αλλά μόλις εκίνησεν η άμαξα και ο Περδίκης έγεινεν ηρεμώτερος.

Ενθυμούνται τότε, ότι εκεί πλησίον, ευθύς μετά το θέατρον, εξετείνοντο κατάσπαρτοι αγροί και αλώνια θεριστών και άμπελοι περαιτέρω χλοάζουσαι, και τρέπονται προς την πεδιάδα, ίν' αναπνεύσωσιν αέρα καθαρώτερον. Αλλ' ανακόπτει ευθύς το βήμα των κωδωνίζουσα τριάς, και παρελαύνει ενώπιόν των βαρεία η άμαξα του ιπποσιδηροδρόμου.

Είπε, κι' εκιός τον άκουσε κι' ήρθε σιμά τρεχάτος, κι' είχε στα χέρια φονικές σαΐτες και δοξάρι πισώσυρτο· κι' αρχίζει εφτύς να ρήχνει στα γιομάτα. Και του Πεισάνορα βαράει το γιο, τον άξιο Κλείτο, 445 το σύντροφο του φημιστού λεβέντη Πολυδάμα, ενώταν μες στην άμαξα.

Κι' ο Πάτροκλος φωνάζει ομπρός! στον αμαξά στα ζώα, και τρέχει πίσω απ' τους οχτρούς ... ω τι βαρύ το λάθος, 685 γιατί αν ο έρμος τ' αρχηγού τα λόγια δεν ξεχνούσε, θάχε σωθεί απ' το θάνατο κι' απ' τα σκοτάδια τ' Άδη. Μα πάντα να! νικάει ο νους του Δία, κι' όχι αθρώπων, 688 που έτσι και τότες την καρδιά του φτέρωσε στα στήθια. 691

Είνε λοιπόν ο αριθμός αυτός από τους πέντε που έδωσα της γυναικός μου, είπε καθ' εαυτόν ο Ιωάννης· και δεν είνε παράξενον να ήνε . . . Και ξύει επιμόνως τον αυχένα του. — Στάσου, αμαξά! κραυγάζει αμέσως και καταβαίνει του δίφρου εν μέση τη οδώ.

Τότες στ' αμάξι ανέβηκε, και τ' αμαξά στα πλοία τούπε να πάει· τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους. 400 Τότε ο Δυσσέας έμεινε μονάχος και κοντά του ψυχή δεν είχε, τι όλους τους είχε κόψει τρόμος.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Παντού όπου η οδός διχάζεται, παρατήρει καλώς μήπως άμαξά τις, ελαύνουσα προς των Ελλήνων τα πλοία, φέρει την κόρην μου, και διέλθη χωρίς να την ίδης. Εάν την συναντήσης, στρέψε την ευθύς προς τα οπίσω, αρπάζων τους χαλινούς των ίππων και οδήγησον αυτήν εις τας Μυκήνας πάλιν. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Θα το πράξω. Αλλά πως θα με πιστεύση η κόρη και η σύζυγος σου όταν θα είπω ταύτα προς αύτας ;

Η ντόνα Ρουθ από τη μεριά της ονειρευόταν κάθε βράδυ τον ερχομό του ανιψιού και κάθε μέρα κατά τις τρεις, την ώρα που έφτανε η ταχυδρομική άμαξα, κρυφοκοίταζε από την εξώπορτα. Η ώρα όμως περνούσε και όλα παρέμεναν ακίνητα τριγύρω.