United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΟΒΙΕΛ Χα! χα! χα! Αυτό, μα την πίστι μου, είναι κωμικώτατο. Τι κορόιδο! Κι' απ' έξω αν τον είχε μάθει το ρόλο του, δε θα τον έπαιζε καλύτερα. Χα! χα! ΚΟΒΙΕΛ Θα σας παρακαλέσω, κύριε, να με βοηθήσετε σε κάτι τι. ΔΟΡΑΝΤ Χα! χα! Κανείς δε θα μπορούσε να σε γνωρίση έτσι που είσαι ντυμένος. ΚΟΒΙΕΛ Ε; χα! χα! ΔΟΡΑΝΤ Γιατί γελάς; ΚΟΒΙΕΛ Για κάτι που αξίζει να γελάη κανείς. ΔΟΡΑΝΤ Τι είν' αυτό;

Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα. Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο.

Στρώσετε την ύπαρξη του αρχαίου Κόσμου μπροστά μου, μουρμούρισεν ο Ρένας, και αφίσετε με να περάσω ντυμένος το χιτώνα και τα πέδιλα.,,, Η σκλαβιά του τωρινού ρούχου! Ποια επανάσταση μεγάλη θα την αλλάξει σε στάχτη.,, Στεφάνια και αλυσίδες από λευκά χέρια με περιβάλλετε.,,, Μα να έχω βάλει και το σκούφο μου.,,, Πάει στο διάβολο.

Μ' ακούει με ξαφνισμένα, αστραφτερά μάτια κ' έπειτα από πολύν καιρότόσο πολύ που δεν μπορώ πια να θυμηθώ τι είπαμου διηγιέται πως ο Σβεν κάθησε στο κρεββάτι της, ντυμένος το καινούριο άσπρο του φόρεμα με τη γαλάζια κορδέλα, και της είπε: — Μαμά, δεν πρέπει να κλαις τόσο πολύ για μένα. Με πονεί το κεφάλι όταν κλαις. Ακούω αυτά τα λόγια και τα παίρνω σαν έναν καλό οιωνό.

Μια φορά, την ώρα που κατέβαινε ανάμεσα από τις πέτρες, κοφτερές σαν μαχαίρια, έχοντας απέναντί της έναν ήλιο κρεμεζί καρφωμένο πάνω από τα βιολετιά βουνά του ΝτοργΚαλί, ένας κύριος την έφτασε, σιωπηλός, αγγίζοντάς τη στον ώμο. Ήταν ντυμένος στα χρώματα του ήλιου και των βουνών και στην όψη έμοιαζε με έναν γιό του ντον Τζάμε Πιντόρ που πέθανε νέος.

Κοιμόμουνα ντυμένος στο κρεβάτι κοντά στην Έλσα, που δε θα ξυπνούσε ποτέ πια, και καθόμουνα κι αγρυπνούσα μόνος για να ησυχάζη η νοσοκόμα και για να μπορώ να κρατήσω την ανάμνηση από τις λίγες ώρες, που δεν είτανε κανένας άλλος από τους δυο μας μέσα στην κάμαρα του θανάτου.

Έφυγε από το Κάρχαιξ χωρίς να ειδοποιήση κανένα, ούτε τους συγγενείς, ούτε τους φίλους, και μάλιστα ούτε τον Καερδέν, τον αγαπημένο του σύντροφο. Έφυγε άθλια ντυμένος, με τα πόδια, — γιατί κανείς δε δίνει προσοχή στους φτωχούς Τρουάνδους που πλανιώνται στους μεγάλους δρόμους. Βάδισε, βάδισε, ως που έφθασε στην ακτή της θάλασσας. Στο λιμάνι, ένα μεγάλο εμπορικό καράβι ήταν έτοιμο να ξεκινήση.

Μα και μέρα βγαίνει και τότε κανείς δεν τονέ βλέπει, γιατ' είναι ντυμένος με του ήλιου τις αχτίδες και πιο φεγγερός από τον ήλιο. . .! Και πιο πέρα πιάνουν κάμποι κι άλλοι λόφοι, που πρασινίζουν απ' το Γεννάρη, πλατιά ξαπλωμένοι· κι ανεβαίνουν αγάλια-αγάλια όλοι μαζί αψηλά και με τον άσπρο δρόμο του Φαλήρου αντάμα, σα να τον πιάνουν απ’ το χέρι να τονέ σηκώσουν, ίσαμε το σπιτάκι· κ’ έπειτα τρέχουν πάλι όλοι μαζί τον κατήφορο ως πέρα στη θάλασσα.

Άλλοι έλεγαν ότι τον απαντούσαν μες τα βαθιά μεσάνυχτα τις νύχτες, να περιπολέβη κάτω από το μεγάλον πλάτανο στη βρύση του χωριού, ντυμένος παπαδίστικα. Άλλοι έλεγαν ότι ελημέριαζε στα αθώρητα και μυστικά κελιά της Άγια Πελαγίας, που τόνε κρύβει ο Πάτερ-Παΐσιος ο ηγούμενος στα βάθη του μοναστηριού.

Ο Έφις, ντυμένος κι εκείνος όπως οι άλλοι ζητιάνοι, έσερνε πίσω του τους δυο τυφλούς και του φαινόταν πως ήταν η μοίρα του η ίδια: το έγκλημα και η τιμωρία του. Δεν τους αγαπούσε, αλλά τους ανεχόταν με άπειρη υπομονή. Κι εκείνοι δεν τον αγαπούσαν, αλλά ζήλευαν ο ένας τον άλλο για την προσοχή που τους έδειχνε, και καυγάδιζαν συνέχεια.