United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώρες σε προσμένω, καρτερώ στα σπίτι μονάχος, γυρίζεις κι όταν μπορέσω μια στιγμή να σε διώ, μια στιγμή στη σκάλα να σ' αρπάξω, μήτε βλέπεις τα βάσανά μου. Ξέρω τώρα γιατί μ' αγάπησες· για να μη βασανίζουμαι, για να μη μ' αφήσης παραπονεμένο. Με λυπήθηκες· δε μ' αγάπησες. Εγώ δε θέλω μονάχα την ομορφιά σου· εγώ την ψυχή σου θέλω.

Και σαν αποτέλειωσε τον αμανέ αυτόν και σβύστηκε σα στερνός σπασμός, σαν ύστερο ξεψύχημα με βαθειά αγωνία μοροζώντανου ανθρώπου ο ύστερος τόνος, το μπουζούκι πιο παραπονεμένο, πιο ξαγριωμένο, πιο αναμμένο, ξαναπήρε σκοπό του.

Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα. Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο.

Ό τι έκαμα, το ήξερα και τόκαμαΝα βασανίζεσαι εσύ και να σ' αφήσω παραπονεμένο; Δε μου είτανε δυνατό. Το ήθελα και τόκανα. Δεν μπορεί κανείς να μου πη τίποτις. Είναι δική μου δουλειά. Ό τι έχω, πάρτο, στο δίνω. Όχι, δε λυπούμαι. Ίσως παίζεις εσύ μαζί μου. Μ' έχεις τώρα σαν παιχνιδάκι σου, Καρλή. Είναι δικό σου το παιχνιδάκι. Δικιά σου είμαι όλη. Κουράστηκα και πια δεν μπορώ. Θα πέσω κατά γης.

Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· Στα ποδάρια του τ' αρπάζει. Στον αγέρα το σηκόνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο. Αφινέ με έτζι να ζήσης. Μια χαψιά κορμί για σένα Είναι είδος στα χαμένα· Αλλο βρες να κυνηγήσης.

Εκείνο το αμάν ατέλειωτο, με παλμό που ξετυλίγουνταν ίσα ίσα τόρα, με τσαλίμια και τσακίσματα ύστερα, βάσταξε πολύ, παρά πολύ, επίμονο, παρακαλεστικό, παραπονεμένο, έν' αμάν τέλος πόσκιζε και νεύρα και καρδιά και την φούσκονε, πελάγονε τη ψυχή από πάθος και πόθο.

Και συ φλογέρα μου, γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις; Τ' έχεις καϋμένη, και βογγάς και κλαις κι' αναστενάζεις, 'Σ όλην αυτή την ερημιά, 'ς όλην αυτή τη νύχτα, Και λες τραγούδι φλίβερο και παραπονεμένο, Και τον αντίλαλο ξυπνάς 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτά δάση, Ξυπνάς κι' από τον ύπνο της την ώμορφη την πλάσι;... Ξύλο δεν ήσουν άλλαλο κι' ανώφελη βεργούλα, Κ' εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέρηα την ψυχή μου; Σώδωκα αθάνατη φωνή και πόνο και γλυκάδα, Που σε ζηλεύουν σαν σ' ακούν ακόμα και τ' αηδόνια.

Το λεωφορείο σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Οι επιβάτες γύρισαν με περιέργεια και κύτταξαν τη γυναίκα που έμπαινε. Ήταν ντυμένη κατάμαυρα και φορούσε ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Από κάτω απ' το μαντήλι ξεχείλιζαν να ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της ήτανε μικρούτσικο σαν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι' όμορφο. Η γυναίκα κάθησε σε μια γωνιά με τα μάτια σκυμμένα κάτω.

Κατόπι, σαν το καλοσυλλογίστηκε, κατάλαβε πως δε σύφερνε να τον αγριέψη και πολύ το λαό, και πάσκισε να φέρη κάποιο συβιβασμό· και για να μη μένη κανένα μέρος παραπονεμένο, διόρισε διάδοχο του Ευσταθίου όχι τον υποψήφιο του Ευσεβίου, παρά τον Ευφρόνιο της Αντιόχειας. Κ' έτσι έμεινε μισοκάμωτη η ραδιουργία του Ευσεβίου. Πάλι όμως δεν απελπίστηκε ο Ευσέβιος.

Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα: Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου...