Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


ΡΩΜΑΙΟΣτης Ροζαλίνας; Όχι· εξέχασα και τ' όνομα και τον καϋμόν της, πάτερ. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Έτσι σε θέλω· εύγε σου! ‘Πέ μου λοιπόν, πού ήσουν; ΡΩΜΑΙΟΣ Θα σου ειπώ το κάθε τι, πριν ερωτήσης πάλιν. Την νύκτα εξεφάντωσα μαζή με τους εχθρούς μου, και επληγώθηκα εκεί, χωρίς να το προσμένω, αλλά επλήγωσα κ' εγώ. Κ' οι δύο θεραπείαν, απ' τ' άγιον το χέρι σου, και συνδρομήν ζητούμεν.

Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.

Έλα, έλα που σε προσμένω τόσον καιρό! Όσο είμαι γω δω μέσα μη φοβάσαι· θα ζήσετε πλούσια. Έτσι μου είπε η φωνή κ' έτρεξα να ιδώ το ριζικάρη. Γύρισα όλες τις κάμαρες, κύτταξα πίσω από τις πόρτες, κάτω και ψηλά· μα δεν είδα τίποτα. Το σπίτι ολάνοιχτο στον αέρα και το φως ψυχή δεν έδειχνε. Τότε τάχασα· τρόμαξα στ' αληθινά· έβαλα τις φωνές κ' έπεσα στο κρεββάτι.

Είναι βέβαιο που αν έγραφα σήμερα τη μελέτη μου, αλλιώς θα την έγραφα ως και την εικόνα του ποταμού, στο τέλος της μελέτης, κάπως θα τη συγύριζα. Τίποτις όμως δε θάλλαζα στις ιδέες· όσα έλεγα τότες για τη γλώσσα, προσμένω ακόμα να μας αποδείξουν πως σωστά δεν είναι.

Τα γίδια μου τα γδέρνουν και τα πρόβατα τα κάνουν θυσίες κ' η Χλόη θα καθίση σε πολιτεία. Με τι πόδια θα πάω στον πατέρα και στη μάννα χωρίς τα γίδια, χωρίς τη Χλόη, για να είμαι φτωχός σκαφτιάς, αφού δεν έχω πια τίποτε να βόσκω; Εδώ πεσμένος θα προσμένω το θάνατο ή άλλον εχτρό.

Μπορεί να πιστέβη πως έτσι θα λυθή το ζήτημα. Φταίω πολύ που δεν την έγραψα και γω, να δείξω, γράφοντας την καθαρέβουσα, πώς πρέπει να γράφουμε τη δημοτική. Μας φοβερίζει πως γρήγορα θα φανή κανένας «Παύλος», που να μας φέρη στον ίσο δρόμο. Τον προσμένω με χαρά μου και προσμένω τι θα μας πη. Ο Πάβλος του κ.

«Μη μου πικραίνεσαι, κ' είναι γραμμένο Μ' εμένα γρήγορα νανταμωθής, Τρέχα πολέμησε και σε προσμένωτο μνήμα μου άλυωτος όσο ναρθήςΞυπνά, αλαφιάζεται ο νους του ανάφτει Βουβός επέρασε μια λαγγαδιά. Βρίσκει έν' απόγωνο, το χώμα σκάφτει Τα χείλη επέτρωσαν, πάντα βουβά.

Τότε ο γέρων του λέγει· θέλω να προσμένω και εγώ εδώ διά να ιδώ το Τελώνιον και να γίνω μάρτυς εις τέτοιον συμβάν, και εκάθισε σιμά του συνομιλώντας παρόμοια. Και μετ' ολίγον ιδού έρχεται ένας άλλος γέρων με δυο σκυλλιά μαύρα συντροφεμένος, επλησίασεν αυτούς, τους εχαιρέτησε και τους ηρώτησε πώς ευρέθησαν εις ένα τέτοιον έρημον τόπον.

Μου φαίνεσαι μεγάλος, Ψηλός ωσάν τον Όλυμπο και στέκω και προσμένω Εμπρός σου ακίνητος, βουβός, Διάκε, να ιδώ τον ήλιο, Πώραν την ώρα θα προβή απ' τ' αντικέφαλό σου. — Τί λόγος, γέρο Πανουριά, τι φοβερή βλαστήμια Ξαγλίστρησ' απ' τα χείλη σου! Αυτό το φως που βλέπεις Ας μη το σκοτειδιάσωμε... Εσύ στη Χαλκομμάτα Σύρε να ρίξης θέμελο.

Είμουνα εγώ το βασιλόπουλο που έπρεπε ν' ανοίξω τον πύργο που έκλεινε μέσα τη χαρά. Είμουνα εγώ το παλληκάρι που έμαθα να κάνω το καλό ως και στα μικρούλια τα μερμήγκια, και που προσμένω την πλερωμή τους μια μέρα, σα θα τα χρειαστώ για το τρανό στοίχημα της Πεντάμορφης του κόσμου.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν