United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου φαίνεσαι μεγάλος, Ψηλός ωσάν τον Όλυμπο και στέκω και προσμένω Εμπρός σου ακίνητος, βουβός, Διάκε, να ιδώ τον ήλιο, Πώραν την ώρα θα προβή απ' τ' αντικέφαλό σου. — Τί λόγος, γέρο Πανουριά, τι φοβερή βλαστήμια Ξαγλίστρησ' απ' τα χείλη σου! Αυτό το φως που βλέπεις Ας μη το σκοτειδιάσωμε... Εσύ στη Χαλκομμάτα Σύρε να ρίξης θέμελο.

Είδος λησμοβότανο είναι κι αυτό, γιατί σε κάνει και λησμονάςτο &εγώ& σου. Το &εγώ& στέκεται μέσα στην καρδιά του Ρωμιού πιο αψηλά από τους θεόρατους αυτούς μιναρέδες. Τις βλέπεις εκείνες τις αμέτρητες τις στέγες κατά το Φανάρι, το Σκούταρι, όπου κι α ρίξης ματιά; Καθεμιά τους σκεπάζει κι απόνα &εγώ&. Αυτό το &εγώ& τίποτις άλλο δε συλλογιέται μέρα και νύχτα παρά την πέτσα του.

Μα, γέρω μου. . . ηθέλησε ν' αρθρώση. — Τι γέρω μου, μπρε!. . θα ρίξης σου λέω!. . Ο Χειμάρρας ενόει να λάβη ικανοποίησιν η κολοβωθείσα υπόληψις του όπλου του. Ήθελε να γίνη η σύγκρισις, να μάθη ο λοχίας να μη καταφρονή τα όπλα με τα οποία ελευθερώθη η πατρίς του. Ή — αν ήτο γραμμένον και τούτονα διαψευσθούν πλέον όλαι του αι ελπίδες!. . Και ο ενωμοτάρχης εκών άκων υπέκυψεν.

Με την γαλάζιαν γούναν του την χονδρήν, με τον γαλάζιον κούκκον του τον βαρύν, καθήμενος οπίσω εις την πρύμνην, εκράτει σθεναρώς το πηδάλιον άδων συγχρόνως: Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης . . . ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν . . . — Μανώλη! Ηκούσθη και πάλιν φωνή κλαίουσα από του βράχου, φωνή πενθούντος, η φωνή της χήρας της Αλτανούς. — Μανωωωώληηη!

Έλα μαζύ μου! πράματα θέλω να ειπώ σε σένα, μόνο σε σένα, μυστικά να σου τα ειπώ στ' αυτί σου, και στης σιγής τη σκοτεινιά να μείνουν σκεπασμένα. Έχε το νου σου, μάννα μου, μήπως και συ το πάθης σαν της παρθένες που έσφαλαν και κρυφοπαντρευθήκαν• μη ρίξης στο θεό και συ του σφάλματος το βάρος, για ν' αποφύγης τη ντροπή της γέννας της δικής μου, και ειπής πως μ' έχεις με θεό, χωρίς θεός να είνε.

Και όμως όλοι οι συγγενείς της είπον: — Μη τον παίρνης! — Άφησέ τον τον μπεκρούλιακα! της εφώναζεν η μητέρα της, όταν μετά τους αρραβώνας είδε την μέθην του. — Καλλίτερα να με ρίξηςτο Κεφαλόσκαλο, να πνιγώ, μαννούλα μου! Η αληθινή αγάπη δεν λησμονεί τόσον εύκολα, ούτε μισεί.

Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν, άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια.

Κ' έπρεπε να μην του το δώκης πίσω · να το πάρης όλο· να τον ρίξης στο γιαλό, να πάη να χαθή· να λείψη μια λέρ' από τον κόσμο!. .. Ψε! έφαγε τα μούτρο του και γνώση δεν έβαλε· ακόμα φωνάζει για τα δίκια του. Μα εγώ, ο δόλιος, δε μίλησα. Ό,τι μου δωκε η μεγαλόδωρη ψυχή σου το πήρα κ' είπα και σπολλάτη. Μα δικό σου είνε πάλε· δικό σου το χτήμα, δικό σου και το κεφάλι μου και τα παιδιά μου. ..

ΜΑΚΒΕΘ Αγάπη μου, καλλίτερα εσύ να μη το 'ξεύρης, ως που να έχης να χαρής αφού θα γείνη! — Έλα, έλα ω Νύκτα σκοτεινή, τον πέπλον σου να ρίξηςτα 'μάτια τα ευαίσθητα της αγαθής Ημέρας! Ω έλα με αόρατον αιματωμένον χέρι να σχίσης το συμβόλαιον, κομμάτια να το κάμης το μέγα το συμβόλαιον που με κερόνει εμένα ! Πήζει το φως, ο κόρακας παίρνει το πέταγμά τουτο δάσος του.

Τι τόσο βιάστηκες, γαμπρέ, στον ύπνο να το ρίξης; δεν σου βαστάν τα γόνατα ή μη αγαπάς τον ύπνο; ή μήπως ήπιες πιο πολύ πριν πέσης στο κρεββάτι; Αν ήθελες να κοιμηθής, ας διάλεγες την ώρα κι ας άφηνες την κορασιά με τάλλα τα κοράσια να παίζη ως τα χαράμματα στης μάννας της το πλάι, αφού 'δική σου θάν' αυτή και σήμερα και πάντα.