Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ετραγούδησεν, ετραγούδησεν, αλλ' απ' εκεί υψηλά, που εκάθητο, είδεν από μακρυά να γυαλίζη ένα ποταμάκι και επεθύμησε να υπάγη εκεί. Αλλά καθώς μ' ένα πέταγμα έφθασε και επλησίαζε διψασμένη, έξαφνα ένα φοβερό γεράκι ώρμησε και την έπιασε με τα γανζωτά του νύχια. Καλή Νεράιδα, γλύτωσέ με, εφώναξε, αλλ' η Νεράιδα πούπετα δεν εφαίνετο· πώς ευρέθη όμως έξαφνα εκεί η μητερούλα της!

Σήμερον η φωνή της ήτο λυπημένη και το λάλημά της μελαγχολικόν. Είχε δίκαιον η πτωχή κίχλα να είναι λυπημένη! Την είχαν πιάσει χθες, και τώρα ήτο κρεμασμένη εις έν κλουβί έξω από το παράθυρον. Και εκελαδούσε τώρα και έκλαιε τα περασμένα, την ελευθερίαν της, τα πράσινα χωράφια, την ανθισμένην γην και το ελεύθερόν της πέταγμα εις τον ουρανόν!

Σε κάθε φωλιά και μερικά πουλάκια∙ κάθε τόσο ένα γυαλιστερό και σφαιρικό κεφαλάκι σαν πίνα πρόβαλε έξω, ξεγλιστρούσε ένα χελιδόνι, έπειτα ένα άλλο, δέκα, είκοσι και ο ουρανός γύρω από το παραθυράκι του Τζατσίντο γέμιζε από το πέταγμα μικρών μαύρων σταυρών και από ένα μελαγχολικό τετέρισμα.

Ω! 'ς την Αγγλίαν άγγελος ας ήτο να πετάξη να 'πή τα λόγια του Μακδώφ, προτού εκείνος φθάση, ώστε χωρίς αναβολήν να έλθη σωτηρία, 'ς την γην αυτήν που τυραννεί κατηραμμένο χέρι! ΑΓΚΟΣ Ευχαί μου θα συνώδευαν θερμαί το πέταγμά του! Σπήλαιον. Εν τω μέσω αυτού λέβης βράζων. Κεραυνοί. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Η γάτα τρις ως τώρα ενιαούρισε. Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Τρις 'μούγκρισε και μία ο σκανζόχοιρος.

Γι' αυτό, γυναίκα, παραιτήσου• δεν δίνει ο θεός χρησμό κατά του εαυτού του. Ανοησία θάτανε να θέλουμ' από τους θεούς να λένε, ό,τι δεν θέλουνε, πρόβατα θυσιάζοντας μπρος στους βωμούς, ή βλέποντας το πέταγμα πουλιών. Γιατί αν ζητάμε με τη βια, χωρίς να θέλουν οι θεοί, ανώφελα θαν' τ αγαθά που θάβρουμε, ω γυναίκα, κι ωφέλιμα σαν έρχωνται από τη θέλησί τους.

Όλο το τοπίο έχει μιαν ιερή όψη και ο Λυτρωτής σταματάει το πέταγμα επάνω στον πιο ψηλό βράχο, με το σταυρό να τινάζει τους μαύρους βραχίονές του στο χρυσαφένιο θόλο του ουρανού. Και ο Έφις γονατίζει αλλά δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ξέχασε τα λόγια. Τα μάτια του όμως, τα χέρια του που τρέμουν, όλο του το σώμα που αναταράζεται από τον πυρετό, όλα είναι μία προσευχή.

Το μοναχικό άστρο φώτιζε από ψηλά το αγκάλιασμά τους μ' ένα ζηλόφθονο φως. Δυο λευκοί άγγελοι, που σχίζανε το στερέωμα απ' Ανατολή σε Δύση, σταμάτησαν ξαφνισμένοι απάνω απ' τους αγαπημένους το γλήγορο πέταγμα και ζύγιασαν τα φτερά τους. Ο ένας άγγελος είπε στον άλλον: — Τι όμορφος κόσμος!... Και τίναξαν πάλι τις φτερούγες τους και τράβηξαν το δρόμο τους απ' Ανατολή σε Δύση.

Κουκουβάγια!... Εσηκώθηκεν από τη θέσι του και ήρθε να την ιδή από κοντά. Μα εκείνη καθώς εψήλωσα το χέρι μου να δείξω φρου!... έκαμε κ' επέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το τρεμουλιαστό πέταγμά της κ' έπειτα, σαν να μην είχε δύναμι να γυρίση στη θέσι του, εκάθησε σωρός απάνω στο αμπάρι.

Μα και καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν τον νου στο ξύλο ούτε στον καιρό, παρά στην κουκουβάγια που δεν έπαυε να κλωθογυρίζη πετώντας πάντα ζερβόδεξα. Στην αρχή έβλεπε καθένας παράξενη την επιμονή του καπετάνιου να τα βάλη μ' ένα πουλί. Έξω από τον Μπαρμπατρίμη, που είχε τις παλιές ιδέες, οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα σιγά ένας με τον άλλον, εξεχαστήκαμε ακολουθώντας το πέταγμά του.

Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο. — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν