United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτο είνε θεϊκή κατάρα!... Σε τι εκριματίσαμε κ' ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο!... Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα· κλαίνε, μύρονται, σταυροκοποιούνται. — Αμάν, θεέ μου! σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη χάρι σου. Ξεχάνουμε τον κόσμο και τα καλά του· απαρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος! Μόλις ετάχθηκαν οι καπετάνοι αμέσως έπαψε το κακό. Με μιας εσυνήρθε το πλήρωμα.

Πάρε τραγούδι μου φτερά, σύρετο Κακοσούλι, Κι' αν δης να γίνη χλαλοή, κ' αν δης να πέσουν δάκρυα, Πέτ' από 'κεί χαρούμενοΑνατολή και Δύσι Να διαλαλήσης δυνατάτον κόσμο πέρα ως πέρα, Ότι, το Σούλι ακόμη ζη, ότ' είν' ακόμα ελπίδα. Κι' αν βρης νεκρίλα κ' ερημιά, κι' αν δεν ακούσης κλάυμα, Γύρνα τραγούδι μου φτωχό, κι' είνε θεϊκή κατάρα.

Καθένας εφανταζόταν τη θεϊκή κατάρα, μαύρο πουλί ν' ακολουθή από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται, να το μαδά και να το πετσοκόβη με φριχτή ασπλαχνιά. Κ' έλεγε καθένας τη θάλασσα, που τόσους και τόσους θάφτει καθημερινά στα κύματά της, άγρυπνη να επιβλέπη τους νόμους των ναυτικών.

Η μια πνεματική, που τον ξανάνιωσε κιόλας, η άλλη υλική, που λες και τονέ στέριωσε ανάμεσα στα μανιασμένα τα κύματα. Η πρώτη θεϊκή, ανθρώπινη η δεύτερη. Ο Χριστιανισμός, κι ο Μεγάλος ο Κωσταντίνος. Μα ίσως τρέχουμε.

Την πορφύρα, Οπού την χρυσοκέντησαν του παλατιού η παρθέναις, Του λόγγου τ' αγριοπρίναρα κ' η αρηαίς την είχαν σχίσει Κ' εσέρνουντανταις λαγκαδιαίς κομμάτια. Όμως τα νειάτα Τ' αθάνατα, τα δροσερά, κ' η θεϊκή ωμορφιά της Άγγιχτα, απείραχτα έμεναν καιτο θερμό του κάμπου Καιτου βουνού την παγωνιά, κ' έλαμπε όθε περνούσε Ωσάν ουρανογέννητη θεά, 'σαν νύμφη αρχαία.

Όλαι της πολυκυμάντου ζωής αι περιπέτειαι, πίκρες και βάσανα, είτε χαραί και οδύναι, φωτιά και λαύρα, είτε δροσιά ουρανόσταλτη, κανέν' απ' αυτά, ούτε όλα μαζή δεν ημπορούν να σβύσουν από την μνήμην σου, όσα η θεϊκή σμίλη μια φορά ενεχάραξε.

Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100 θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει, αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του. πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα, αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105 και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης. το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία, κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει. και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110 τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη• αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος. με ξένο πλοίο, και θαυρήςτο σπίτι δυστυχίαις. 115 άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη• αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους. και αφού μέσατο σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις, είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120 έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου, όσο να φθάσηςτους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο• ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125 και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη•τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης, και ειπήτον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι, ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130 κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη• και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135 μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια».

Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, κ' εύρεν αυτούτα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις 'πού γίδια σχίζαντην αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300 κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε•

Κατιτί από κείνα τα δυνατά και χτυπητά έργα που δε φοβούνται τον καιρό και τους ανθρώπους. Μα τα υποστατικά και τα ζώα, πήρανε με τον καιρό τ' όνομα του νέου αφέντη. Και το επίθετό τους ακόμα έπαθε στον ξεπεσμό. Έγιναν Μορφόπουλοι. Εκείνοι έσκυβαν το κεφάλι, δέχονταν τον κατατρεγμό σα θεϊκή κατάρα.

Δε θα το υποφέρη αυτό άνθρωπος που επέταξε τ' αγαθά του κόσμου, για τη θεϊκή γαλήνη, την ησυχία του ακύμαντου λιμανιού. Και αλήθεια είχε τη μικρή του ιστορία ο Άνθιμος. Στον κόσμον τον έλεγαν Αντώνη. Ήταν από μικρός πεντάρφανος, καλό όμως παιδί και φιλόπονο, επήγε κοντά σ 'ένα παπουτζή και τόσο καλά εφέρθηκε, οπού σε λίγα χρόνια έγεινε λαμπρός μάστορης.