Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Ω του Διός γλυκύλαλε χρησμέ, που απ’ το μαντείον το πλούσιον εδιάβηκες στας Θήβας, υπομονή δεν έχω εγώ και ο φόβος με κατέχει, ευσπλαχνικέ θεέ της Δήλου. Γιατί φοβούμαι την θεϊκή αξέχαστην οργή σου° ποιος ξέρει η προσταγή σου ποιο παλαιό να κάμωμε λησμονημένο χρέος ξανά θα μας προστάξη; Πε μου αθάνατη θεά, της Ελπίδος τέκνον, Φήμη. Αντιστροφή α΄
Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη, κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι, και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν• και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370 έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη• 'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων• κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375 το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν• κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου, όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380 με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».
Στη γλυκεία φωνή που ακούω να σπαρταρά, Χριστέ μου, κάνε με σκληρός να μείνω, αλόγιστος σαν το κοντάρι εκείνο, που σ' άνοιξε τη θεϊκή σου την πλευρά. Η ΜΑΝΝΑ. Δήτε τον. Όλο και τον ουρανό κυττάζει. Στα σωθικά μου η λαλιά του λες μολύβι αναμμένο στάζει. Πήτε μου, είπε τίποτε; Μαννάδες, βαστάτε με και μώρχονται ζαλάδες. Ο κόσμος γύρω μου σαν να χαλνά. 3η ΜΑΝΝΑ. Για μια γυναίκα φαίνεται μιλά.
Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο. — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.
Σα να πήγαιναν τάμμα στην εκκλησία : λαμπάδα σε κανέναν Άγιο θαματουργό, κάποιο είδωλο από πολύτιμο κερί ζυμωμένο με μύρα κι αλόη για κάποια θεϊκή λύτρωση-έτσι έδειχνε ο δίσκος, ο στολισμένος με τα πορτοκάλλια και τα γαρούφαλα, με τανθρώπινο το κερί πλαγιασμένο μέσα του. . . Και σταλήθεια το κερί, το βγαλμένο απ’ τα βάθη του είναι τους κι απ’ της ψυχής τους τον πόνο και τον πόθο, το πήγαιναν τώρα ο Νίκος κ' η Λιόλια να ταπιθώσουνε στα πόδια της νεκρής της Βεργινίας, που ο ήσκιος της ζητούσε δικαιοσύνη.
Αλλ' ο Σαϊτονικολής του παρετήρησεν ότι δεν έπρεπε να τα ξαναπή αυτά τα πράμματα, τα οποία ήσαν σωστές ανοησίες, και με συμπάθειο. Και εξήφθη, διότι επί τέλους τέτοια λόγια ήσαν και αμαρτία. Οι σεισμοί είνε θεϊκή όργιτα από τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Ευλογημένη ας είναι η ώρα, εμπρός μου. που σ' έβγαλε γλυκειά κι ευγενική· γλυκό μυστήριο μου άνοιξες του κόσμου, μια απολαμπίδα από χαρά θεϊκή, σπόρος δικός σου ό τι σαλεύει εντός μου, χαρά δική σου ό τι βλασταίνει εκεί· ω, ας σε αφήση η μοίρα ως σ' έχει στείλει κοντά μου πάντα αμάραντον Απρίλη. Στο φίλο Χρύσανθο Φιλιππίδη
Τσακωνόταν με όλους, και ζήλευε τόσο τα καλά των άλλων, που όταν περνούσε πλάι από ένα όμορφο κτήμα έλεγε: «που να σας το φάνε τα δικαστήρια». Τα δικαστήρια όμως στο τέλος έτρωγαν τα δικά του χωράφια και μια πρωτάκουστη συμφορά τον βρήκε ξαφνικά σαν θεϊκή τιμωρία για την έπαρση και τις προκαταλήψεις του.
Της Διώνης θυγατέρα εσύ, πεντάμορφη Αφροδίτη, τη Βερενίκη από θνητήν αθάνατη έχεις κάνει, σταλάζοντας στα στήθη της τη θεϊκή αμβροσία· κ' η Αρσινόη η κόρη της, ωραία σαν την Ελένη, για χάρη σου, ώ ξακουστή και πολυλατρευμένη, πλούσια, μεγαλόπρεπα τον Άδωνι γιορτάζει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν