United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο ΓέροΠοταμός κυλούσε ταργοκίνητα νερά του, πέρα και πέρα από τις χώρες των ανθρώπων, με μια βασιλική ευτυχία. Κάτω από τα γέρικα κορμιά των δένδρων καινούργια φύτρα εχαιρετούσαν κάθε άνοιξι το μεγάλον ήλιο. Και οι μαννάδες τους έσκυβαν στοργικά και τους εμουρμούριζαν το παλαιό τραγούδι της ευτυχίας.

Διεκόπη δύο τρεις φορές, και επανέλαβε τις ζωηρότερες διαμαρτυρήσεις, πως δεν το λέγει για την κατηγορήση, πως την αγαπούσε και την εξετίμα, καθώς και προτήτερα, πως αυτό δεν εβγήκε ποτέ από το στόμα του, και πως μου το λέγει μόνο για να με πείση ότι δεν ήτο ποσώς διεστραμμένος και ανόητος άνθρωπος. — Και εδώ, φίλτατέ μου, αρχίζω πάλι το παλαιό μου τραγούδι, που αιωνίως θα τραγουδώ· αν ηδυνάμην να σου παραστήσω τον άνθρωπον, πώς εστέκετο μπροστά μου, πώς τον θυμούμαι ακόμα έτσι μπροστά μου!

Αλλ' όμως η θεια Μαχώ το Φαλκάκι, ηγάπα το παλαιόν χωρίον της, το μέρος όπου είχε γεννηθή κι' αυτή ένα καιρόν, όταν το χωρίον εκατοικείτο ακόμη, περί τους χρόνους του Αγώνος, και όπου διήλθε τα προσφιλή εις πάσαν μνήμην έτη της παιδικής ηλικίας. Διά τούτο εφρόντισε με κάθε τρόπον να διατηρήση το παλαιό σπιτάκι, την φωλεάν των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ιδίας.

Ανάμεσα στάλλα είταν ένα λευκό σκυλάκι από πορσελλάνη, που είχε μια φούντα στην ουρά και κρατούσε μια μικρή παντούφλα στο στόμα. Είτανε πολύ παλαιό πράμα κι ο μπαμπάς το είχε από τη μητέρα του, που τα είχε πάλι χάρισμα από τη νουνά της, όταν είτανε δυο χρονών.

Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε. — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα λειτουργία;... πώς θα λειτουργήσουμε; — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε. — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη. — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν συγκαινιασμένη;

Είναι έξη μήνες τώρα, που βαστάει αυτή η σύμβαση· αλλ' όχι και χωρίς καυγάδες, γιατί συχνά δε μπορούνε να ορίσουν, αν η νύχτα του Σαββάτου ανήκει στον παλαιό η στο νέο νόμο! Όσο για μένα αντιστάθηκα ως τώρα και στους δυο· και νομίζω πως γι' αυτό το λόγο με αγαπούνε πάντα.

Εκύτταξε γύρω τουσιωπή μεγάλη και μόνο ο άνεμος εφυσούσε με μανία και το παλαιό σκοινί του μικρού καμπαναριού της εκκλησιάς εσφύριζε λυπητερά· φως πουθενά κανένα και μόνο μυριάδες άστρα, διαμαντόπετρες υπέρλαμπρες, ετρεμόσβυναν στο στερέωμα.

Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτοπαλαιό τουφέκι του σπιτιού τωνεξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα τουδυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά — . κ' επυροβόλησε . . .

Τον παλαιό καιρό ήτον συνήθεια, όταν η κόρη ετελείωνεν εις το σχολείον το αλφαβητάριον, να προσκαλή τας συμμαθητρίας της εις το σπίτι εις χαριτωμένην οικογενειακήν εορτήν. Οι γονείς της τας υπεδέχοντο με την φιλοξενίαν, η οποία και εις τα πτωχικά και εις τα πλούσια σπίτια υπήρχε πάντοτε εις τους Έλληνας.

Από τότε που η λεύκα με την ανθρώπινη ψυχή εφύτρωσε μονάχη και ξεχωριστή σ' ένα ψήλωμα της ρεματιάς, από τότελέει το παλαιό παραμύθι — η χαρά χάθηκε από τις όχθες του ποταμού. Τα δένδρα μαράζωσαν γύρω της, από ένα πόνον που δεν τον είχανε γνωρίσει ποτέ τους.