Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού, εκείθεν εκατηφόρησαν δεξιά, διέτρεξαν την θέσιν την καλουμένην «τ' Μανώλ' η σουφριά», και μετά πορείαν μιας ώρας έφθασαν εις το Πρωί. Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες υπό σύσκιον δρομίσκον υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις το παλαιόν ερείπιον.

Ή μην ήθελαν να κάμη έτσι το χέρι του και να τον κατεβάση σωρόκουβάρι από το ψήλωμα; Ο σκοπός είνε να μη φτάση κανείς σε τέτοια. — Κύριε λέησον, μωρέ, το σταυρό σας!.. εφώναξε με λύσσα αντιπατώντας το πόδι του. — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!.. Κύριε ελέησον!.. . εβγήκε τρανταχτό απ' όλα τα στόματα του λαού. Ο φοιτητής αλαφιάστηκε σα να βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του.

Όπως έστεκε στο ψήλωμα το ανάστημα του ιχνογράφονταν στον ασπρογάλανο ουρανό, σα μαύρο είδωλο που τρέχει ο λαός να πετροβολήση. — Το καπέλλο σου! βγήκε άξαφνα φωνή από το πλήθος. — Το καπέλλο σου! δευτέρωσε άλλη φωνή. — Το καπέλλο σου!.. το καπέλλο σου! .. το καπέλλο σου!... Υποψιάστηκαν πως τόκανε για περιφρόνηση και αγανάχτησαν όλοι. Μα περισσότερο απ' όλους ο Αρλετής.

Από τότε που η λεύκα με την ανθρώπινη ψυχή εφύτρωσε μονάχη και ξεχωριστή σ' ένα ψήλωμα της ρεματιάς, από τότελέει το παλαιό παραμύθι — η χαρά χάθηκε από τις όχθες του ποταμού. Τα δένδρα μαράζωσαν γύρω της, από ένα πόνον που δεν τον είχανε γνωρίσει ποτέ τους.

Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα Και φτάνουνένα ψήλωμα... — Θανάση, στάσου τώρα Κι' ολόγυρά σου κύτταξε. — Δεσπότη!... Ποια είν' εκείνη Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένηεφτά ράχαις;.. Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της Τακούω που φτάνει ως εδώ;... — Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... Πριν φέξη τήνε πέρνω. — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας.

Κ' ήτανε το περιβόλι κάτι αριστούργημα που και βασιλιάς θα το ζήλευε· είχε μάκρος ίσαμ' ένα στάδιο κ' ήτανε σε ψήλωμα έχοντας πλάτος τέσσερα πλέθρα.

Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.

Σαν ένας που φαντάζεται πως βρήκε ένα φυλαχτό, που του δίνει τη δύναμη να κάνη θάματα, στήριξα όλες τις ελπίδες μου σ' αυτό το σχέδιο κι όταν τέλος βρεθήκαμε στη μικρή βίλλα, που είτανε χτισμένη σ' ένα ψήλωμα με θέα προς τα φιόρδ και προς τα δάση, στη βίλλα, που τα φύλλα των λευκών σαλεύανε μπρος στο παράθυρο, όπου θα καθότανε η γυναίκα μου να με προσμένη να γυρίζω από την εργασία μου, όταν λοιπόν βρεθήκαμε κει, είχα τη βεβαιότητα πως είχε βρεθεί πια η λύση.

Το σκευρωμένο από τα χρόνια και το ψήλωμα κορμί του ορθώνεται: Ποσειδώνιο και αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του, κομματιαστή και βαρειά και συρμένη, γυρίζει και τους λέγει: Μωρέ άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα να' ρθήτε να μιλήστε μεταμένα.

Κάτι κακομοιριασμένα χαμόκλαδα ξεροψήνουνταν στον ήλιο, και πάντα με δρόσιζε κανένα βαθύ κυπαρίσσι, μέσα ή έξω από τον τοίχο. Κατέβηκα πάλι έξω, και από μια μεγάλη πόρτα μπήκα στην Πόλη. Από κει βγαίνει ο δρόμος που πάει στην Αδριανούπολη, και ο δρόμος αυτός μέσα στην Πόλη, τη διαπερνά, και από το ψήλωμα παίρνει τις ράχες των λόφων και πάγει κάτω.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν