United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εδιάβασα της προάλλαις, — εξηκολούθησεν ο κυρ-Στρατήςπως θα μας τα κόψουν, λέει, τα πολλά ψαλσίματα; — Αμ δεν θα μας τα κόψουν; Εν τω μέσω της αιθούσης ήτο η τράπεζα έτοιμος. Επί νεοσιδηρωμένης λευκής οθόνης, έκειντο απαστράπτοντα εκ καθαριότητος πάντα τα επιτραπέζια σκεύη, εν τάξει οικοκυρική, γυναικείας μάλλον δεξιότητοςοι άγαμοι, με τον καιρόν, αποκτούν καμμιά φορά, έξεις οικοκυράς.

Η δε τράπεζα του ηλίου τοιαύτη τις λέγεται ότι είναι. Υπάρχει λειμών εις προάστειόν τι έμπλεως κρεάτων οπτών πάντων των τετραπόδων.

Εις απόστασιν τω όντι ολίγων βημάτων ήτο εστρωμένη άλλη τις τράπεζα, και περί αυτήν εκάθηντο τρεις κομψοί νεανίσκοι, και είς πρώην τοιούτος μετά δύο κυριών, αίτινες ήσαν αυτή η κυρία Άρτεμις και η κυρία Ήβη, αι υποκρινόμεναι δηλ. εις την χθεσινήν παράστασιν του Ορφέως του Όφεμπαχ τας ολυμπίους θεάς θνηταί γαλλίδες.

Η πλήξις απαλύνει τας ψυχάς των γυναικών, η δε αργία και η καλή τράπεζα έχουσιν επί των παθών την αυτήν ενέργειαν, ην και το έλαιον επί του πυρός.

Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου. Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου, όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν, αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του Καίσαρος.

Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι, και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 330 «Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι. αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε• και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδητο σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει 335 εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».

Κατά το μέσον της αναβάσεως υπάρχουσι σταθμός και καθίσματα όπου αναπαύονται οι αναβαίνοντες· άνωθεν δε του τελευταίου πύργου είναι μέγας ναός, και εντός του ναού μεγάλη κλίνη καλώς εστρωμένη, και πλησίον αυτής χρυσή τράπεζα.

Άμ' απόλυσε η λειτουργία ξαναμπαίνουν οι στρατιώτες, κι αναγκάζεται πάλι ο Χρυσόστομος να παρασταθή σιμά στην Άγια Τράπεζα και να διαφεντέψη τον Ευτρόπιο. Στέργει τέλος ο Ευνούχος να παραδοθή με συφωνία να μην τονέ θανατώσουν. Τη ζωή του συλλογιούνταν ο κακορρίζικος. Του τη χάρισαν τη ζωή του, και ξορίστηκε στην Κύπρο.

Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε. — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα λειτουργία;... πώς θα λειτουργήσουμε; — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε. — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη. — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν συγκαινιασμένη;

Ο θρόνος, και η τράπεζα, και η βασιλεία, και αι πολλαί μοναί, δεν είνε επί της γης. Και τότε πάλιν η ταραχή του πνεύματός Του εξερράγη, ωμίλει περί εκείνων τους οποίους είχεν εκλέξει, αλλ' όχι περί όλων αυτών. Μεταξύ της ευλογημένης συντροφίας εκάθητο είς όστις εφείλκυε κατάραν επί της ιδίας κεφαλής του.