United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο θρόνος, και η τράπεζα, και η βασιλεία, και αι πολλαί μοναί, δεν είνε επί της γης. Και τότε πάλιν η ταραχή του πνεύματός Του εξερράγη, ωμίλει περί εκείνων τους οποίους είχεν εκλέξει, αλλ' όχι περί όλων αυτών. Μεταξύ της ευλογημένης συντροφίας εκάθητο είς όστις εφείλκυε κατάραν επί της ιδίας κεφαλής του.

Την ίδιαν την κατάραν εάν σε πάρη ο θυμός, θα δώσης κ' εις εμένα. ΛΗΡ Όχι· κατάραν μου εσύ, Ρεγάνη, δεν θα λάβης. Εσένα η ευαίσθητη καρδιά σου δεν σ' αφίνει να πέσηςτην σκληρότητα. Τα 'μάτια της εκείνης είν' άγρια· παρηγορούν, δεν καίουν τα 'δικά σου.

Κύτταξε εδώ, κοκκώνα, τον φονιά, τον βγάλλω πάλιν έξω. — Και λαβούσα από του κοσκίνου ένα μελαψόν κύαμον έρριψεν αυτόν υπέρ την κεφαλήν και όπισθεν αυτής εκστομίσασα μίαν κατάραν. — Τώρα, είπεν έπειτα, σεις μετρήσετέ τα κι' εγώ να τα ρωτήσω.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αχ! το έγκλημά μου εσάπη, του Θεού μυρίζει ! την παλαιάν, την πρώτην έχει αυτό κατάραν, ο φόνος αδελφού!

Άλλα είνε πάλιν σκληρά και βλάσφημα, όπως όταν με μίαν μόνην κατάραν θανατόνει τα παιδία, τα οποία τον υβρίζουν ή τρέχουν κατόπιν του, μέχρις ότου, εγείρεται τέλος θύελλα λαϊκής αγανακτήσεως και η Μαρία φοβείται να τον αφήση να εξέλθη από την οικίαν.

Και πως θέλω διάβασμα. — Ας θέλης, είπεν η Βεάτη εξακολουθούσα να μειδιά προσηνώς. — Αλλά τότε ο αββάς Βικέντιος Δεκρόττας.... — Ποίος Βικέντιος Δεκρόττας; — Ο ιερεύς μας. — Την ευχή του, είπεν η Βεάτη. — Θα γυρεύη ν' ανοίξη την Σύνοψιν. — Ας την ανοίξη. — Και να με διαβάση. — Ας σε διαβάση. — Αλλά τούτο δεν θα με γλυτώση από την κατάραν της ηγουμένης, είπε μετά τρόμου η Κλάρα.

Από της εποχής εκείνης οι Αργείοι κόπτουσι τας κόμας των τας οποίας άλλοτε κατ' ανάγκην άφινον κυματιζούσας· έκαμαν δε νόμον και εψήφισαν κατάραν κατά παντός Αργείου όστις ήθελεν αφήσει κόμην μακράν και κατά πάσης Αργείας ήτις ήθελε φορέσει χρυσά κοσμήματα πριν ανακτηθή η Θυρέα.

ΡΕΓ. Εγώ δεν το πιστεύω ότι αμέλησέ ποτε τα χρέη της εκείνη. Εάν τους ακολούθους σου θέλη να βάλη εις τάξιν, έχει νομίζω αφορμήν και λόγους έχει τόσους, ώστε κανείς δεν ημπορεί να την κατηγορήση. ΛΗΡ Να έχη την κατάραν μου! ΡΕΓ. Αυθέντα, είσαι γέρος· η φύσις πλέον σ' έφερετου δρόμου της την άκρην.

Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνητα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεταιτην πόλι, να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.

Εάν όμως κανείς αποδειχθή ότι το οικειοποιείται, ας δημευθή, και όστις το γνωρίζει και δεν το μαρτυρεί ας είναι συνένοχος με τον μετακομιστήν του εις την κατάραν και το όνειδος και περιπλέον εις πρόστιμον όχι ολιγώτερον από το ξένον νόμισμα, το οποίον έφερε.