United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λαλεμήτρο μου! Και έμεινε πάλιν εις τα γόνατά της εκεί, βωβή, βυθισμένη εις τον ύπνον, ως καλογραία, εξακολουθούσα τον κανόνα της.

Και όμως εκείνη η χρυσή είναι φόβος όλα αυτά να τα κάμη, ώστε εγώ νομίζω ότι ημείς πρέπει να ειπούμεν ότι περισσότερον πρέπει η συκίνη παρά η χρυσή, εκτός αν συ λέγης άλλο τίποτε. Ιππίας. Ναι μεν, Σωκράτη μου, αυτή πρέπει περισσότερον. Εγώ όμως δεν θα εξακολουθούσα να συζητώ με αυτόν τον άνθρωπον, αφού ερωτά τοιαύτα ζητήματα. Σωκράτης. Έχεις μεγάλο δίκαιον, φίλε μου.

Ο Μανώλης, όστις εν τω μεταξύ ανεκάλυψεν εις το απέναντι δώμα την Πηγήν απλώνουσαν εις τον ήλιον το ύφασμα, το οποίον είχε «λευκάνει» εις τον ποταμόν, μόλις ήκουε την φλυαρίαν της χήρας. Αλλ' αυτή κύπτουσα επί της «πλύστρας» και εξακολουθούσα να πλύνη, εξηκολούθει και να του ομιλή περί της θυγατρός της. Ήτον μετανοημένη που δεν την αφήκε στη χώρα.

Και πως θέλω διάβασμα. — Ας θέλης, είπεν η Βεάτη εξακολουθούσα να μειδιά προσηνώς. — Αλλά τότε ο αββάς Βικέντιος Δεκρόττας.... — Ποίος Βικέντιος Δεκρόττας; — Ο ιερεύς μας. — Την ευχή του, είπεν η Βεάτη. — Θα γυρεύη ν' ανοίξη την Σύνοψιν. — Ας την ανοίξη. — Και να με διαβάση. — Ας σε διαβάση. — Αλλά τούτο δεν θα με γλυτώση από την κατάραν της ηγουμένης, είπε μετά τρόμου η Κλάρα.

Τότε είδα κεγώ το Βαγγελιό να κλαίη· αλλ' αν κη λύπη της πρόδιδε αγάπη για το Γιάννη, μέκαμε να τη συμπαθήσω περισσότερο κιακόμη να μου γίνη πειο μισητός ο Γιάννης. Τα χρόνια περνούσαν, το Βαγγελιό δεν παντρευότανε κεγώ εξακολουθούσα να την αγαπώ. Έτσι έγινα οχτώ ετών, έφτασα στα δέκα.

Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον. Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου. Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν. Και δεν είχον άδικον. Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν: — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.

Η γραία είχεν αποκοιμηθή. Η δε Δεσποινιώ, εξακολουθούσα να θέλγεται εκ της θέας προσεπάθει να στερεωθή καλλίτερον επί του ολισθηρού κλώνου, όπως «ξομπλιάση» την νύμφην χορεύουσαν. Αλλά φαίνεται ότι η νύμφη «'ντροπαλή ως άβγαλτη» δεν εχόρευε τόσον καλώς.

Κοντά το μεσημέρη, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο σπίτι, διά να φέρη ψωμί και φάβα, την οποίαν είχεν ειπεί ότι θα έβραζεν η Αμέρσαήτις είχε πάντοτε τον αργαλειόν της εις το σπίτι, και δεν συνείθιζε να λαμβάνη μέρος εις την πλύσιν και άλλας εξωτερικάς εργασίαςδιά να γευματίσουν. Η Φραγκογιαννού έμεινε προς ώραν μόνη, εξακολουθούσα να πλύνη.