United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα το αθάνατο νερό από τότε δεν εξαναφάνηκε. Μόνον δύο φορές τον χρόνο, στην πρώτη Ανάστασι και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει, δώρον ακριβό από μία στάλα στη γη. Αλλά κανείς δεν την βλέπει. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγηροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι.

Ήταν γραμμένο εκεί 'ψηλά, φτωχό, να μη γιορτάσης Φέτος εσύ Χριστούγεννατην εκκλησιά! Να πιάσης Τα μετερίζια πρέπει συ αρματωμένο απόψι Και την πορειά του Ομέρ-πασά τη φοβερή να κόψη Το φλογερό τουφέκι σου, το χώμα σου να σπάση Το κύμα αυτό που ολάκερη βουλιέται να σκεπάση Την έρμη την Ελλάδα μας! Και θε ναρθούνε χρόνια Που θα γιορτάσης με χαρά, με δίχως καταφρόνια Χριστούγεννα κι' Ανάστασι!..

Όλα αυτά ύψωσαν μέσα στην ψυχήν μου ένα θρόνο ξεχωριστό, καμωμένο από αχτίνες φωτεινές κι' από τρυφερότητα κι' από στοργή πατέρα, που μέσα εις την τρέλλα της ζωής της ψεύτικης και μέσα στων φρικτών οργίων την κούρασι και την εξάντλησι και την αηδία μούδιδε πάντα την ελπίδα μιας ζωής που θάμοιαζεν ανάστασι... Μ α ρ ί α. Που με το σκάνδαλο το φοβερό εκείνο έσβυσε, εχάθηκε.

Είτα είπε μεγαλοφώνως: — Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα δεν ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που έχετε δώσει λόγο... κι' άλλος ας καρτερή... ένα πράμμα που σου είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής πρέπει να το συλλογίζεσαι, να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου... Τι δουλειά είχες, εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι- Γιάννη, για να κάμης Πάσχα;... Δεν ήξερες ναρθής στον Άι- Χαράλαμπο;... Τι σε κάμω εγώ;... Εδώ θελά χρησιμέψης... θελά ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια χαρά, και η μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη... Έχω κ' εκείνο τον αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε... έχω και τη γρηά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή της... τρεις κούκκοι!

Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου, Μεγάλη Ανάστασι. Εκείτην Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλληόλον τον κόσμο.

Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά όξου για να κάμουν Ανάστασι· κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ' Ανάστασιένα ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε, εκκλησία;

Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε, και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας αναμμέναις, και πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί. — Στην Παναγιά την Δομά;... μα είνε μακρυά. — Ως πόσο;... Σε μισή ώρα φθάνουμε. — Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα. — Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα.

Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε. — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα λειτουργία;... πώς θα λειτουργήσουμε; — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε. — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη. — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν συγκαινιασμένη;

Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράμματα να τον δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος... αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη Ανάστασι στον άγιο Χαράλαμπο».

Παπού! ε, παπού! εφώναξεν ο Νάσος, θίγων αυτόν διά του ποδός. — Τι 'νε; — Ασήκου να ιδούμε την Ανάστασι. . . Ότε εξήλθον της καλύβας ηκούοντο καθ' όλην την κοιλάδα και τας πέριξ ράχεις φωναί συγκεχυμέναι. Οι βλάχοι όλοι της περιφερείας εκείνης ήσαν επί ποδός, στολισμένοι, με τα κηριά εις χείρας, αναμένοντες την Ανάστασιν.