United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Και ποιος δεν θα γινόταν τέτοιος, όταν του λέγαν πως οι Έλληνες δεν είχαν τεχνοκρίτες; Μπορώ να το καταλάβω επί τέλους όταν μου ειπούνε πως η δημιουργική ιδιοφυία των Ελλήνων εχάθηκε μέσα στην κριτική, όχι όμως πως η φυλή που της χρωστούμε το κριτικό πνεύμα δεν έκανε κριτική. Μη μου ζητάς να σου δώσω τον απολογισμό της Κριτικής της Τέχνης των Ελλήνων από τον Πλάτωνα ως τον Πλωτίνον.

Είπε κ' εχάθηκε κι αυτήτου ποταμού το κύμα, Το κύμα οπώγειν' ύστερα Βασιλοπούλας μνήμα. Έδοσε ο ήλιος.

Όλα αυτά ύψωσαν μέσα στην ψυχήν μου ένα θρόνο ξεχωριστό, καμωμένο από αχτίνες φωτεινές κι' από τρυφερότητα κι' από στοργή πατέρα, που μέσα εις την τρέλλα της ζωής της ψεύτικης και μέσα στων φρικτών οργίων την κούρασι και την εξάντλησι και την αηδία μούδιδε πάντα την ελπίδα μιας ζωής που θάμοιαζεν ανάστασι... Μ α ρ ί α. Που με το σκάνδαλο το φοβερό εκείνο έσβυσε, εχάθηκε.

Έκαμε δυοτρεις φορές να σταθή και ν’ αντικρύση ψυχωμένα τον εχθρό του· είπε πως θα κινήση κ' εκείνο να τον απαντήση στηθάτα. Μα τέλος ενίκησεν ο φόβος του. Μία έδωσε με την ουρά αφροκοπώντας τα νερά κ' εχάθηκε πίσω τους φάσμα πελώριο. Ο δικός μας έμεινε στην ίδια θέσι ως που εκαθάρισαν καλά. Τότε περίγυρα εψαχούλεψε τον βράχο· είδε πέραδώθε μήπως ελούφαζε πουθενά ο εχθρός. Τίποτα.

Και ο πατέρας μου πέθανε χρόνωνε ογδοήντα με θάνατο χριστιανικό, σαν καλός χριστιανός οπού ήτανε, κάνοντας ψυχικά, και ποτέ στο ζύγι μην αγελώντας, και αξιώθηκε να τον εβγάλη ο Φιλόθεος ο Δεσπότης που του έδωκε και την αγίαν του ευχή. Και η μάνα μας πέθανε από τη λοιμική που μας ηφέρανε οι Βενετζιάνοι και πολύς κόσμος εχάθηκε, χρόνωνε εξήντα τρία.

ΠΑΡΑΜΑΝΑτους άνδρας πού εχάθηκε τιμή και πιστοσύνη; Είν' όλοι των επίορκοι και ψεύται και προδόται. — Πού είν' ο Πέτρος; ήθελα 'λίγον ρακί. — Η λύπη και ο καϋμός μ' εγήρασαν· 'ντροπή εις τον Ρωμαίον! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Άφτραις να βγάλ' η γλώσσα σου διά τον λόγον τούτον! Δεν εγεννήθηκε αυτός να ήν' εντροπιασμένος! Η εντροπή εντρέπεται να ιδή το μέτωπόν του.

Δεν ξεύρω πώς επήγα στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο τιμόνι να κλαίη και να μύρεται σαν γυναίκα. — Τ' έχεις, καπετάνιε, τ' έπαθες; τον ρωτάω. — Αχ, μωρέ παιδί! λέγει στενάζοντας· μ' οργίστηκε ο Θεός!... Ο κακομοίρης εχάθηκε, φτωχός άνθρωπος!... Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια.

Αμή!... σαν δεν θέλετε να σας πειράζουν μην πειράζετε και σεις. Καμμιά φορά ένα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Είδα τόσα και τόσα στη ζωή μου! Από τέτοια αθώα πειράγματα εχάθηκε το παιδί ο Ανέστης, αλαφρό το χώμα του. Μωρέ παίδαρος μια φορά! δράκος μονάχος· σωστός ρούφουλας. Κ' εχάθηκε από ποιον; Από μια μύξα! ...Α! εκείνη τη φρίκη δεν θα μου τη βγάλη μήτε η πλάκα.

Όμως τ' ωμολόγουν ήδη οι χωρικοί, το εξέφραζον διά των εκπλήκτων βλεμμάτων των, ότι ουδέποτε ήλπιζον αυτό τόσον τέλειον όπως το έβλεπον, όπως ήκουον παρ' αυτού του ενωμοτάρχου: — Να, έβαλες το φυσίγγιο κ' ετέλειωσε το παστόψαρο. . . ένας χρόνος εις δύο κινήσεις. . . ένα πατατράκ κ' εχάθηκε το λεφούσι!

Μα δεν την παραιτά καθόλου τη θέσι του· δεν αφίνει στιγμή από τα μάτια τον ζωντανόν καθρέφτη του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκυτάζει μια στιγμή και λέγει με φωνή αδιάφορη: — Ναι... Αρχάγγελος. Εχάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης· εκόπηκε στα δυο· Η πρύμη του ερρίχθηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είνε ζωντανά. Ζωντανά!