United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν τα γλυκοχαράγματα εμφανισθή εις την πλαγιάν επάνω του βουνού ο ποιμήν, να προγγίση τα γίδια του, εις το Πρυή επάνω, τον Χριστόν θ' αντικρύση, κάτασπρον, την πρώτην εκκλησίαν, την Μητρόπολιν, καταμεσήςτο έρημο χωριό μου, εις το Κάστρο μου. Και κάμνων τον σταυρόν του θα ειπή: — Χριστέ, βοήθει!

Τα διάλεξε σαγίταις, Δοξάρια τρομερά, Μ' αυτά καρδιαίς πληγόνει Σκληρά, φαρμακερά. Αλοίμονον σ' εκείνον Οπού να καυχηθή, Σε ταύτα ν' αντικρύση Χωρίς να πληγοθή. Ευτύς ο έρως τότες Μ' ακράτητην οργή, Θανατερή του ανοίγει Στα αστήθια την πληγή.

Η αλήθεια είνε ότι ο Ναπολιτάνος δύναται να φανή ανδρείος μόνον όταν είνε θυμωμένος ή μεθυσμένος, όχι όμως και ν' αντικρύση τον θάνατον με ψυχραιμίαν. Την ανησυχίαν ταύτην ηύξανεν η συμπεριφορά του καταδικασθέντος, όστις δεν έπαυε να κλαίη και να οδύρεται εις την φυλακήν του. Bέβαιον λοιπόν εφαίνετο ότι θα κατήσχυνε τον στρατόν της κατοχής αποθνήσκων ανάνδρως.

Από την αλήθειαν, ήτις λέγεται όταν δεν πρέπει, να προτιμάς και αυτό το ψεύδος, το οποίον λέγεται όταν πρέπει. Αυτό θα ειπή αγών της ζωής· ζητείς κάτι επιμόνως από τον ουρανόν, καθ' ην στιγμήν ευρίσκεται προ των ποδών σου, και σκοντάπτων επ' αυτού, ή το συντρίβεις, ή συντρίβεσαι ο ίδιος. Ο χρυσός είνε ο ισχυρότερος μαγνήτης, όστις έλκει ό,τι αντικρύση προς αυτόν.

Έκαμε δυοτρεις φορές να σταθή και ν’ αντικρύση ψυχωμένα τον εχθρό του· είπε πως θα κινήση κ' εκείνο να τον απαντήση στηθάτα. Μα τέλος ενίκησεν ο φόβος του. Μία έδωσε με την ουρά αφροκοπώντας τα νερά κ' εχάθηκε πίσω τους φάσμα πελώριο. Ο δικός μας έμεινε στην ίδια θέσι ως που εκαθάρισαν καλά. Τότε περίγυρα εψαχούλεψε τον βράχο· είδε πέραδώθε μήπως ελούφαζε πουθενά ο εχθρός. Τίποτα.

Εις μίαν στιγμήν θα γίνω κύριος του γυμναστηρίου, διότι όλοι θα τραπούν εις φυγήν και κανείς δεν θα τολμήση να αντικρύση το ξίφος, αλλά θα τρέξουν πίσω από τους ανδριάντας και τους στύλους να κρυφθούν, εγώ δε θα γελώ όπως θα τους βλέπω να δακρύουν οι περισσότεροι και να τρέμουν.

Είνε η μόνη ικανή να κάμη και τον δειλότερον κατάδικον ν' αντικρύση χωρίς φόβον την φούρκαν ή την καρμανιόλαν. — Και εις τι συνίσταται αυτή η εφεύρεσις; ηρώτησα μετά περιεργείας. — Εις το να μη πιστεύη ο κατάδικος ότι πρόκειται να τον κόψουν ή να τον κρεμάσουν. — Τούτο, παρετήρησα, φαίνεται κάπως δύσκολον, όταν έχη έμπροσθέν του την μηχανήν και αφού του υπεσχέθη τον παράδεισον ο παπάς.

Τους στρατιώτας σου εγώ τους είχα συναθροίσει κ' εγώ σου τους απέλυσα! ΡΕΓ. Ω! δεν αντέχω πλέον Είν' άρρωστη. Πηγαίνετε μαζί τηςτην σκηνήν μου. Την σάλπιγγά σου σήμανε, κ' ανάγνωσέ το τούτο. ΑΞΙΩΜ. Σαλπίσατε! Ο Εδμόνδος είναι έτοιμος να τον αντικρύση». ΕΔΜ. Σάλπισε! ΚΗΡΥΞ Και πάλιν! ΚΗΡΥΞ Και πάλιν! Ερώτησέ τον τι ζητεί; 'ς της σάλπιγγος τον ήχον τι έρχεται;

Ιδέ με, αν ειμπορέσης, είπεν η Βεάτη πλησιάζουσα το ανημμένον κηρίον εις το πρόσωπον και τοποθετουμένη εις τρόπον ώστε ν' αντικρύση το βλέμμα της ξένης. — Είσαι αγαθή, είπεν αύτη. — Τώρα θα σε αφήσω, κόρη μου. — Διατί; είπε παραπονετικώς η νέα. — Δεν είνε καιρός να έλθη εκείνη η γυνή; — Ναι, είπεν η ξένη. — Θα λάβω μόνον τον τύπον του κλείθρου.

Όταν εμβήκεν η μεγάλη σαρακοστή, άρχισε να συχνάζη εις την εκκλησίαν, έκαμνε πολλάς και βαθείας γονυκλισίας, εμελέτα να εξομολογηθή, και ανέβαλλεν. Ενήστευεν άνευ ελαίου ξηροφαγούσα τας πέντε ημέρας εκάστης εβδομάδος, και είχε βαστάξει «τρίμερο» την πρώτην εβδομάδα και το μισοσαράκοστον. Εντρέπετο να βλέπη την κόρην της, την Δελχαρώ, και απέφευγε ν' αντικρύση το βλέμμα της.