United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους στρατιώτας σου εγώ τους είχα συναθροίσει κ' εγώ σου τους απέλυσα! ΡΕΓ. Ω! δεν αντέχω πλέον Είν' άρρωστη. Πηγαίνετε μαζί τηςτην σκηνήν μου. Την σάλπιγγά σου σήμανε, κ' ανάγνωσέ το τούτο. ΑΞΙΩΜ. Σαλπίσατε! Ο Εδμόνδος είναι έτοιμος να τον αντικρύση». ΕΔΜ. Σάλπισε! ΚΗΡΥΞ Και πάλιν! ΚΗΡΥΞ Και πάλιν! Ερώτησέ τον τι ζητεί; 'ς της σάλπιγγος τον ήχον τι έρχεται;

Δίπλωσα την εφημερίδα και σαν κεραυνός με τράνταξε η σκέψη: «Πηγαίνεις σπίτι σου να βρης εκείνο που φοβήθηκες. Δεν μπορείς ναρνηθής πως το φοβήθηκες πάντα. Ποτέ δεν πίστεψες πως θα ζήση, Ήθελες μόνο να γελάσης τον εαυτό σου. Τώρα σήμανε η ώρα και δεν την ξεφεύγεις». Μια γαλήνη αφύσικη με κυρίεψε.

Μια χειμωνιάτικη νύχτα, που το χιόνι στοιβαζότανε γύρω στην καλύβα, πέθανε η γυναίκα κι όταν μια μέρα σήμανε η ώρα και για το γέροντα, τα παιδιά κληρονομήσανε τα δυο σπιτάκια στην άκρη του δάσους, τη βάρκα και το ψαράδικο καλύβι κάτω στη θάλασσα. Μα στα βραχόνησα υπάρχουν κάποιες ιστορίες και μια από αυτές είναι κ' η ιστορία των μικρών κόκκινων σπιτιών στην άκρη του δάσους.

Υπάρχει μια παράδοση, που λέγεται η πομπή του θανάτου. Ο θάνατος είναι σκεπασμένος με λευκό μαντύα, το κρανίο του όμως μένει ξέσκεπο. Πίσω του έρχεται μια μακριά ακολουθία από νέους και γέρους ανάκατα κ' είναι τόσο μακριά ώστε χάνεται στο απέραντο και κανένας δεν μπορεί να δη το τέλος της. Ο θάνατος κρατεί στο χέρι ένα κουδούνι και φαίνεται πως μόλις το σήμανε.

Τρεις τότε χύθηκε φορές σα θνητοφάγος Άρης φριχτά αλυχτώντας, και τις τρεις εννιά 'σφαξε ανομάτους· 785 μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σαν το στοιχιό με τ' όπλο, τότε αχ! η ώρα, Πάτροκλε, σου σήμανε η στερνή σου! Τι ομπρός του βγήκε σκιαχτερός ο Φοίβος μες στη μάχη δίχως στον τόσο αναβρασμό πως πλάκωνε να νιώσει.

Γέμισε η πόλη ξεπεσμένους Αρχόντους, κ' έμεινε αυτός ολομόναχος σαν είδος Διογένης, αφού όχι μονάχα τασιατικά φορέματα των προκατόχων του δεν καταδέχτηκε να φορέση, μα και περηφανευότανε για τακάθαρτα ρούχα του, τάκοβα νύχια, και την όχι πολύ παστρικιά γενειάδα του. Σήμανε τότες η ώρα να εφαρμώση και τα θρησκευτικά του τα όνειρα.

Στάσου, Τυβάλτη· στάσου. Ω!... Ρωμαίε, έρχομαι! Αυτό το πίνω δι εσένα! Η αίθουσα του Καπουλέτου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να, πάρε τούτα τα κλειδιά, μυρωδικά να φέρης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κάτω οι μάγειροι ζητούν χουρμάδες και κυδώνια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, εισερχόμενος. Σαλεύετε, σαλεύετε, κ' επέρασεν η ώρα. Δυο φοραίς ο πετεινός εφώναξεν ως τώρα, και η καμπάνα σήμανε ταις τρεις.