United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είχεν ακόμη αποκοιμηθή και ήκουσε δούπον έξωθεν της θύρας, ως βήματα ανθρώπου. Είτα ήκουσε λείον κρότον, ως να έξεε τις την θύραν με τους όνυχας, ή ως να προσεπάθει τις να εισαγάγη κλείδα εις την οπήν του κλείθρου, ψηλαφών εν τω σκότει. Μετά τούτο αντήχησε σφοδρότερος κρότος, ως εκ περιστροφής της κλειδός. Τέλος, μετά τινας στιγμάς, η θύρα ηνοίχθη...

Και κάθε βράδυ θα έρχωμαι να σ' επισκέπτωμαι, καθώς τώρα. — Ω, ναι, παρακαλώ. — Θα συνομιλώμεν χωρίς να βλεπώμεθα. — Καλά. — Έχεις φως μέσα; — Έχω. — Απομάκρυνε το σώμα σου, μη σκιάζης την οπήν του κλείθρου. Ηκούσθη θρους τις εκ κινήματος, όπερ έκαμεν η άγνωστος. — Καλώς, είπεν η Βεάτη. Και προσεκόλλησε το όμμα της εις την οπήν του κλείθρου.

Τι να της είπω; είπεν η φωνή, ήτις εφαίνετο όλως καταβεβλημένη και ο διάλογος τη επροξένει κάματον. — Μη καταβάλλεσαι, είπεν η Βεάτη, εννοήσασα το αίσθημα της ξένης· έχε θάρρος, σοι λέγω. — Ναι, βέβαια. — Εγώ θα πάρω τον τύπον του κλείθρου τώρα. — Του κλείθρου; — Ναι, θα κάμω αντικλείδι. — Α! είπεν η φωνή και εφάνη ότι η λέξις αύτη τη επανέφερε ζοφεράν ανάμνησιν.

Ιδέ με, αν ειμπορέσης, είπεν η Βεάτη πλησιάζουσα το ανημμένον κηρίον εις το πρόσωπον και τοποθετουμένη εις τρόπον ώστε ν' αντικρύση το βλέμμα της ξένης. — Είσαι αγαθή, είπεν αύτη. — Τώρα θα σε αφήσω, κόρη μου. — Διατί; είπε παραπονετικώς η νέα. — Δεν είνε καιρός να έλθη εκείνη η γυνή; — Ναι, είπεν η ξένη. — Θα λάβω μόνον τον τύπον του κλείθρου.

Όταν ηυδόκησε ν' αποσύρη τας χείρας της, η έκφρασις του βλέμματός μου ήτο, ως φαίνεται, και πάλιν τόσον εύγλωττος, ώστε έβαψεν ελαφρόν ερύθημα την παρειάν της. Έπειτα εμειδίασεν, έστρεψε διαβαίνουσα προ της θύρας του κλείθρου, υπήγε να καθίση εις τον σοφάν και μ' ένευσε να υπάγω κοντά της. Κατ' εκείνην ακριβώς την στιγμήν, ενώ εβυθιζόμην εις πέλαγος ηδυπαθείας, εκορυφώνετο της καταιγίδος η μανία.

Αι τοσαύται αντιφατικαί απαιτήσεις επροξένουν αύτη ίλιγγον. Ένθεν μεν η Βεάτη διά της οπής του κλείθρου είχε παραγγείλει αύτη αφ' εσπέρας να φυλαχθή από της Σιξτίνης και να μη εμπιστευθή τι εις αυτήν.

Τέλος αφού επί πέντε ημέρας η αδελφή Σιξτίνα διήλθεν όλους τους σταθμούς της αμαρτίας, από της &προσβολής& και του &συνδυασμού& μέχρι της &συγκαταθέσεως& και της &πάλης&, έμελλε πιθανώς να φθάση εις το πέμπτον και τελευταίον στάδιον, εις το &πάθος&. Την εσπέραν καθ' ην επέστρεφεν η Βεάτη εκ της συνδιαλέξεως, ην είχε συνάψει διά της οπής του κλείθρου προς την έγκλειστον, η Σιξτίνα ανέβαινε μετά την κατάβασιν αυτής, απόφασιν έχουσα να μη οπισθοδρομήση, αλλά να παραβή εφάπαξ τους κανόνας της και να ικανοποιήση τέλος την εύλογον περιέργειαν ην ησθάνετο από τοσούτων ημερών.